Βεβαίως, όπως δείχνουν τα εξαγόμενα των δημοσκοπήσεων, τις μεγαλύτερες απώλειες υφίσταται το κυβερνών κόμμα, και αυτό είναι δικαιολογημένο. Πρώτον, διότι αυτό είναι που βρίσκεται στην εξουσία και, κατά συνέπεια, έχει την ευθύνη για όσα συμβαίνουν επί των ημερών του. Και, δεύτερον, επειδή οι πολίτες είχαν μεγάλες προσδοκίες και εξακολουθούν να έχουν περισσότερες απαιτήσεις από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε σχέση με την προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ απλά γιατί έδειξε πως μπορεί να αντιμετωπίσει με αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά και τις σοβαρές (όλες εισαγόμενες) κρίσεις που κλήθηκε να διαχειριστεί, από το μεταναστευτικό και την πανδημία μέχρι την ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Για τους λόγους αυτούς διαπιστώνουμε σε όλες τις μετρήσεις ότι η διαφορά έχει μειωθεί, αλλά η Ν.Δ. συνεχίζει να διατηρεί σαφές προβάδισμα. Κι αυτό καθώς ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε το ΠΑΣΟΚ αποκομίζουν οποιοδήποτε όφελος από τη φυσιολογική κυβερνητική φθορά, ενώ το μεγαλύτερο, και κρισιμότερο, τμήμα των αναποφάσιστων προέρχεται από τη Νέα Δημοκρατία και μετακινήθηκε στην γκρίζα περιοχή ύστερα από την τραγωδία των Τεμπών. Με άλλα λόγια, οι περισσότεροι ψηφοφόροι που έφυγαν από τη Ν.Δ. δεν πήγαν στα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία παραμένουν στα ποσοστά που είχαν, αλλά δηλώνουν πλέον αναποφάσιστοι και γι’ αυτό είναι το πιο πιθανό να επιστρέψουν, αν όχι στην κάλπη της απλής αναλογικής, ώστε να στείλουν με τον τρόπο αυτό το μήνυμα, αλλά κατά πάσα βεβαιότητα στις δεύτερες εκλογές που θα βγάλουν και κυβέρνηση. Ηδη, άλλωστε, από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις βλέπουμε πως δεν υπάρχει άλλη διαρροή από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά, αντιθέτως, επιστροφή μέρους των πρώτων απωλειών που είχε μετά το δυστύχημα.
Η οικονομία και η ακρίβεια δηλώνονται στις έρευνες κοινής γνώμης ως τα σημαντικότερα προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες, ενώ συνεχίζεται η κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα ύστερα από την τραγωδία στα Τέμπη. Οι πολίτες ουσιαστικά ζητούν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη να εντείνει τις προσπάθειές της για τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, που είναι αναγκαίες για την αναμόρφωση του ΟΣΕ και συνολικά του βαθέος κράτους. Απαιτούν να αντιμετωπίσει τις χρόνιες παθογένειες και τις αναξιοκρατικές διαδικασίες, να συγκρουστεί με συντεχνιακές λογικές και να αναπτύξει προγραμματικές συνθέσεις για την επόμενη τετραετία. Γιατί γνωρίζουν ότι μπορεί να τα κάνει όλα αυτά, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που ούτε την ικανότητα ούτε την πολιτική βούληση διαθέτει.