Αλλά η Ακρίτα έκανε λάθος νομίζοντας ότι «το τρύπιο σώβρακο και οι χορτάτοι» ήταν τσιτάτο του Λένιν. Αλλά ο Λένιν του προλεταριάτου θα κατήγγειλε τους «bosoj», «τους ξυπόλυτους»; Τι θα έγραφε άραγε η Ακρίτα αν είχε διαβάσει το περίφημο βιβλίο του «Τι να κάνουμε;» (1902), που 122 χρόνια μετά δημιουργεί ακόμη αντιπαλότητες και διαφωνίες στην Αριστερά…
«Οταν ο πατέρας σου ο Λουκής», γράφει ο Σταματάκης, «αποφάσισε να βρει την τύχη του στην Αθήνα, ο παππούς σου στην Κύπρο πούλησε το βόδι του κι έδωσε όλα τα χρήματα στον πατέρα σου, που με αυτά επιχείρησε το ξεκίνημά του. Οταν το ποσό εξανεμίστηκε, κάθισε μια μέρα απελπισμένος στον Βασιλικό Κήπο. Κοίταζε ένα πανύψηλο δένδρο κι έκανε μαύρες σκέψεις.
– Αν ανέβω στην κορυφή και πέσω με το κεφάλι… Τέτοιες σκέψεις έκανε ο νεαρός Λουκής, εκείνη τη μέρα. Η τύχη τού χαμογέλασε όμως και βρήκε την πρώτη του πρόχειρη δουλειά, στου Λαμπράκη, αν θυμάμαι καλά.
Στις δύσκολες μέρες της ζωής μου θυμόμουνα πάντα τον νεαρό Λουκή, το πάμφτωχο παιδί από την Κύπρο, κι έπαιρνα κουράγιο. Το παιδί με το τρύπιο, πιθανόν, σώβρακο. Τον νεαρό Λουκή που έφτασε εκεί που έφτασε.
Μην υποτιμάτε, λοιπόν, κ. Ακρίτα, αυτούς που δεν είναι χορτάτοι. Εντελώς κατά σύμπτωση, από αυτούς ακριβώς κατάγεστε…».
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Αλλά αυτή η ιστορία δεν αφορά μόνο στον πατέρα της Ακρίτα, που γεννήθηκε το 1909 στη Μόρφου της Κύπρου. Είναι μια ιστορία που αφορά στην πλειονότητα των Ελλήνων. Λίγοι οι χορτάτοι και χιλιάδες άλλοι με τρύπιο σώβρακο έφυγαν από το χωριό τους, με ψωμί και προσφάγι στο σακούλι τους και την ευχή των γονιών τους. Ξενιτεύτηκαν, πέρασαν πολλά, δούλεψαν σκληρά και κατάφεραν να γίνουν πρότυπα στην κοινωνία.
Σημειώνω ότι στο λογοτεχνικό έργο του Λουκή Ακρίτα η πίστη του στην ψυχική αντοχή και στον αγώνα των κοινωνικά αδικημένων, που ξεκινούν με τρύπιο σώβρακο και δεν το ξεχνούν, είναι διάχυτη.
Ο Λουκής Ακρίτας αξιώθηκε να υπηρετήσει και ως βουλευτής και ως υφυπουργός Παιδείας στην Ελλάδα. «Εφυγε» νωρίς στα 56 του χρόνια, το 1965, αφήνοντας την κόρη του δέκα ετών. Ισως να μην πρόλαβε να της αφηγηθεί την ιστορία του, που σίγουρα θα είχε καταγραφεί στη μνήμη της με την παιδική ευαισθησία.
Πέρα από αυτά, πιστεύω ότι τώρα μαθαίνοντας την ιστορία του πατέρα της θα είναι διπλά υπερήφανη για αυτόν, που αν και δεν συγκαταλεγόταν στους χορτασμένους, κατάφερε να γράψει το όνομά του στη Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία. Οσοι τον γνώρισαν λένε πως ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος, με μεγάλη ευαισθησία και ανθρωπιά.