Το πρόβλημα της Αθήνας δεν είναι ότι δεν έχει αστυνομικούς, δημοτικούς ή από τους άλλους, αλλά ότι δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από τη συγκεκριμένη δουλειά για την οποία έχουν βγει. Ας πούμε ότι κάποιοι δημοτικοί αστυνομικοί έχουν βγει για να ελέγξουν τις καρέκλες που βγάζουν τα μαγαζιά. Εχουν ξεκινήσει από την Αγίου Κωνσταντίνου για να πάνε στην πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι. Στη διαδρομή μπορεί να έχουν δει λακκούβες, γκράφιτι, πούλμαν να είναι διπλοπαρκαρισμένα μπροστά από το Καλλιμάρμαρο, δεν υπάρχει περίπτωση να ασχοληθούν.
Κλασικό παράδειγμα. Την περασμένη Τετάρτη ανοιχτό κλασικό Ντατσούν με Ρομά έψαχνε για παρατημένα σιδερικά. Χωρίς πινακίδες είχε παρκάρει επάνω στον Μεγάλο Περίπατο πριν από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός έχοντας βάλει την κασέτα στη διαπασών «παλιές κουζίνες, παλιά ψυγεία, παλιά…». Γιατί; Γιατί είχε μερακλωθεί. Γιατί έτσι γούσταρε. Γιατί άλλος λόγος δεν υπήρχε. Από πού να πάρει παλιά ψυγεία και κουζίνες, από το Ζάππειο, την Πύλη του Αδριανού ή να του δώσει κάποιος τουρίστας; Βαριόταν να κλείσει το κασετόφωνο και τους είχε όλους γραμμένους όπως έμαθε όλη του τη ζωή.
Πάμε τώρα στην άλλη την αστυνομία. Την κανονική. Μέσα σε 1 εβδομάδα βαρέθηκα να μετράω σοβαρά ή θανατηφόρα ατυχήματα. Oχι μόνο ανάμεσα σε αυτοκίνητα αλλά ανάμεσα σε αυτοκίνητα και πεζούς, μηχανάκια και πεζούς και αυτοκίνητα με μηχανάκια και ηλεκτροκίνητα πατίνια. Σε κάποια οι οδηγοί σταμάτησαν. Σε άλλα γκάζωσαν και ψάξε να τους βρεις.
Εχουμε μια διαφοροποίηση από το παρελθόν. Στο παρελθόν τα θανατηφόρα γινόντουσαν από μεθυσμένους μετά τα μπουζούκια. Τώρα πάμε ολοταχώς σε συνθήκες καθημερινότητας. Μέρα μεσημέρι κάποιος γκαζώνει λίγο παραπάνω, ένας άλλος δεν σταματάει στο στοπ και το θανατηφόρο είναι γεγονός. Σε αυτό το σημείο υπάρχει μια διαφορά που κάθε ένας που κυκλοφορεί καθημερινά στον δρόμο -κάνω 35 χιλιόμετρα με μηχανή- μπορεί να καταλάβει. Η αίσθηση του «μας παίρνει» να περάσουμε και με ένα κοκκινάκι, να παραβιάσουμε ένα στοπ, να οδηγήσουμε το πατίνι στη μέση της κυκλοφορίας, κάτι που είχε σταματήσει στην αρχή της θητείας της κυβέρνησης. Είναι κρίμα ότι όλος αυτός ο αγώνας για να κοπούν οι κακές συνήθειες στην οδήγηση πήγε τελικά χαμένος.
Κόμματα μίας χρήσης και σκοπού
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Κάποια κόμματα δεν κατεβαίνουν στις εκλογές για να κυβερνήσουν. Είναι μίας χρήσης και σκοπού, όπως για παράδειγμα παλιότερα το Κόμμα των Κυνηγών που το πιθανότερο ήταν να έχει άποψη για τη διάρκεια της κυνηγητικής σεζόν αλλά αμφιβάλω αν είχε για τις σχέσεις μας με το ΝΑΤΟ. Αλλα είναι ομάδες πίεσης που θα έπρεπε να βρίσκονται σε ένα κόμμα όπως τα διάφορα κόμματα των οικολόγων. Και άλλα του ενός προσώπου και υπόσχονται τζέρτζελο. Οπως για παράδειγμα οι Κεντρώοι του Λεβέντη που αυτοί που τους ψήφιζαν ήθελαν τον Βασίλη στη Βουλή «για να τα λέει» ή η Πλεύση της Ζωής Κωνσταντοπούλου που θα μπορούσε να έχει προεκλογικό σλόγκαν το δημοφιλές στη νεολαία «όλα π…άνα». Και επειδή κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, το πιθανότερο είναι μετά της προεκλογικές εκκαθαρίσεις οι οπαδοί της Πλεύσης (που το σήμα της θυμίζει το πακέτο των Old Navy) αντί να απογοητευτούν να έχουν ενθουσιαστεί.
Για να μη λέμε μεγάλες κουβέντες για αυτούς που έχασαν τη θέση τους στη λίστα για να βάλει η Κωνσταντοπούλου τον Μπίμπιλα και τον Καραθανάση – η Ζωή είναι η ατμομηχανή και οι υπόλοιποι τα βαγόνια που τα σέρνει.
ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ομολογώ ότι δεν της το είχα. Την είχα για πιο… ποταμίσια. Οταν όμως οι καταστροφοκάπηλοι του ΣΥΡΙΖΑ στην Καλαμάτα, με επικεφαλής αυτόν που κάποτε κρατούσε την ντουντούκα της Ζωής, την έπεσαν στην Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ότι η Ν.Δ. σκοτώνει ανθρώπους στον Εβρο και τους πνίγει στο Αιγαίο, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας -1.60 μ. και με τα χέρια στην ανάταση- δεν φοβήθηκε. «Ο φράχτης είναι η προστασία των συνόρων της πατρίδας μου» είπε ανάμεσα σε άλλα η Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Κάνοντας τον… απέναντί της να αλλάξει θέμα και να φέρει τη συζήτηση στα Τέμπη. Χωρίς να καταλαβαίνει ότι η καταστροφολαγνική πολιτική καταπόντισε τον ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές, με τη διαφορά δημοσκοπικά όλο και να μεγαλώνει.
Στους πολιτικούς η επιλογή των λέξεων είναι κρίσιμη. Το ότι η Σακελλαροπούλου αντί για το «Ελλάδα» επέλεξε το «πατρίδα μου» είναι σημαντικό, αφού απενοχοποιεί τη λέξη. Μια λέξη που μαζί με το «θρησκεία και οικογένεια» έχει γίνει προσπάθεια όποιος θεωρεί τον εαυτό του μορφωμένο να ντρέπεται να πει. Εφτασε όμως η στιγμή να τραβηχτεί η γραμμή. Οπως οι συντηρητικοί έμαθαν να ζουν με αυτούς που δεν πιστεύουν ή γελοιοποιούν τις τρεις έννοιες, οι απανταχού Θάμνοι μαθαίνουν να ακούν τη λέξη «πατρίδα». Και όταν η λέξη πατρίδα ακούγεται από την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αποκτά μεγαλύτερη αξία.