Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Ημερησία», επεσήμανε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για δημοσιονομικές εκτροπές. Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος στην Ελλάδα για να χωρέσουν όλες αυτές οι εξαγγελίες που γίνονται προεκλογικά. Αν κοστολογήσουμε ορθά αυτά τα οποία λέγονται, ξεπερνάμε κατά πολύ τον όποιο δημοσιονομικό χώρο». Και πρόσθεσε ότι ένας από τους λόγους, για τους οποίους δεν μπορούμε αυτήν τη στιγμή να κάνουμε παροχές του μεγέθους αυτών που προτείνονται, είναι «διότι από το 2024 θα έχουμε ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει».
ΕΙΝΑΙ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΗ η διαπίστωση του κ. Στουρνάρα, σύμφωνα με την οποία «έχουμε ακόμα το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Δεν έχουμε πάρει ακόμα επενδυτική βαθμίδα. Δεν έχουμε πετύχει ακόμα πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ που απαιτείται για να εξασφαλίσουμε μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους». Οπως και η εκτίμησή του ότι «απέχουμε ακόμα από το άριστο, τόσο στον δημοσιονομικό τομέα όσο και στον τομέα των μεταρρυθμίσεων».
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
ΟΜΩΣ, ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ πως ο διοικητής της ΤτΕ δηλώνει αισιόδοξος για την ελληνική οικονομία, «όλοι οι δείκτες το πιστοποιούν αυτό», λέει, κάνοντας λόγο για «αύξηση επενδύσεων, άμεσων και έμμεσων», αλλά και για «ραγδαία δημοσιονομική βελτίωση από την πανδημία και μετά». Και επιβεβαιώνει ότι αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία είναι «μια σταθερή κυβέρνηση μακράς πνοής, που να μπορεί να πάρει τις αποφάσεις που απαιτούνται. Και για να πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα, αλλά κυρίως να τη διατηρήσουμε και -γιατί όχι- να πάμε πάνω από αυτήν. Η επενδυτική βαθμίδα είναι το όριο, το κατώφλι, και πρέπει να ανεβούμε πάνω από αυτό».
ΟΙ ΠΑΡΟΧΕΣ που υπόσχεται ο Αλ. Τσίπρας, και οι οποίες κοστολογούνται άνω των 80 δισ. ευρώ, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγούσαν σε δημοσιονομική εκτροπή, αλλά είναι σαφές πως γίνονται ανέξοδα, αφού γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να κληθεί να τις εφαρμόσει, κάτι που, άλλωστε, δεν έπραξε ούτε το 2015 με τις «αυταπάτες» του περιώνυμου προγράμματος της Θεσσαλονίκης, παρότι τότε είχε εκλεγεί πρωθυπουργός και μέσα σε έξι μήνες μάς οδήγησε σε ένα τρίτο, ακόμα πιο βαρύ, Μνημόνιο.
ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΠΟΔΑ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της θητείας του τήρησε αυτά που είχε υποσχεθεί το 2019. Μείωσε τους φόρους και τις εισφορές, αύξησε τις συντάξεις και τον κατώτατο μισθό χωρίς να διαταραχθούν η δημοσιονομική σταθερότητα και η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Και τώρα έχει εξαγγείλει μια δέσμη μέτρων που είναι ενταγμένα στο πρόγραμμα σταθερότητας. Η διαφορά αξιοπιστίας είναι μεγάλη και αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις που δίνουν ισχυρό προβάδισμα στη Νέα Δημοκρατία.