Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών έδειξαν ότι η Ν.Δ. διατηρείται στα επίπεδα του 41% που είχε συγκεντρώσει στις κάλπες της 21ης Μαΐου με τάσεις για περαιτέρω άνοδο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις περιοδείες του, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου η δύναμη της Ν.Δ. ήταν χαμηλότερη σε σχέση με το συνολικό αποτέλεσμα, επισημαίνει πως η γαλάζια παράταξη μπορεί και πρέπει να ξεπεράσει το 41%, όταν μάλιστα ο πήχης της αυτοδυναμίας θα είναι κοντά στο 39% στο πολύ πιθανό σενάριο της επτακομματικής Βουλής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται υπό πίεση, το 20% δεν είναι κατ’ ανάγκη βάση της εκλογικής του δύναμης, η αυθόρμητη ευχή που έδωσε μία Βολιώτισσα στον Αλέξη Τσίπρα να βγει δεύτερος για να ασκεί αποτελεσματική αντιπολίτευση αποτυπώνει το κλίμα που επικρατεί συνολικά στην κοινωνία για τη χαμηλή απήχηση του κόμματος.
Και το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει σημάδια θεαματικής αύξησης. Το βέβαιο είναι ότι για πρώτη φορά από το 1977 υπάρχει μόνο μία πρόταση διακυβέρνησης και ο διπολισμός έχει μετατραπεί σε αναμέτρηση ενός κόμματος με διπλάσια ποσοστά από το δεύτερο.
Σε ιδεολογικό επίπεδο, εάν επιβεβαιωθούν οι τάσεις και η Ν.Δ. αποκτήσει ισχυρή αυτοδυναμία αυξάνοντας τη δύναμή της σε σχέση με τον Μάιο, τότε θα έχει αποτυπωθεί πλήρως η στροφή του εκλογικού σώματος προς τα κεντροδεξιά, ενώ η ηγεμονία της Αριστεράς και Κεντροαριστεράς θα τερματισθεί ύστερα από αρκετές δεκαετίες.
Η Ν.Δ. του Μητσοτάκη εκφράζει τις προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας, που ασφαλώς καλύπτουν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της, αλλά ταυτόχρονα προσελκύουν πολίτες και από άλλους χώρους. Το Κέντρο ανήκει ολοκληρωτικά στη Ν.Δ. χάρη στη μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης, στα λάθη του Τσίπρα που αγνόησε αυτόν το χώρο προκειμένου να στριμωχθεί στο στενό κομματικό του ακροατήριο, αλλά και στην αδυναμία του Ανδρουλάκη να έχει πειστικό πολιτικό λόγο.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Σύμφωνα με την MRB για το Open, στην πρόθεση ψήφου με αναγωγή η Ν.Δ. βρίσκεται στο 41,2% με 161 έδρες (και επτακομματική Βουλή) έναντι 20% του ΣΥΡΙΖΑ. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στο ερώτημα εάν θα θέλατε να αυξηθεί το ποσοστό της Ν.Δ. σε σχέση με τον Μάιο, θετικά απαντά το 43,3% των ερωτηθέντων, στοιχείο που δείχνει τα περιθώρια περαιτέρω ανόδου.
Σημαντικό επίσης είναι πως στην ειδική διερεύνηση για τη συμμετοχή των πολιτών στις νέες κάλπες το 14,4% του δείγματος σκέφτεται να μην πάει ή και δηλώνει ότι θα απέχει από την ψηφοφορία. Ωστόσο, εάν διαχωριστεί το 85,6% του δείγματος που αποτελείται από τους ψηφοφόρους που θα πάνε σίγουρα να ψηφίσουν, η πρόθεση ψήφου για τη Ν.Δ. ανεβαίνει κατά 4,6% και φτάνει στο 40,9%, το οποίο με αναγωγή μπορεί να οδηγήσει πολύ ψηλά το τελικό αποτέλεσμα.
Στις 25 Ιουνίου μπορεί να αναμένεται μικρότερη προσέλευση ψηφοφόρων σε σχέση με τον Μάιο, αλλά η αποχή αυτή ενδεχομένως να πλήξει περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω του κλίματος ηττοπάθειας που επικρατεί μεταξύ των φίλων του κόμματος.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμούς και χαλαρότητα, ο πήχης παραμένει υψηλά και τίποτα δεν έχει κριθεί.
Μικρά κόμματα, αυταρχικές συμπεριφορές
Ανω-κάτω έχουν γίνει στην Πλεύση Ελευθερίας μετά την απόφαση της προέδρου, Ζωής Κωνσταντοπούλου, να αλλάξει τη σειρά των υποψηφίων στις περιφέρειες όπου μπορεί το κόμμα να εκλέξει βουλευτές. Ηδη υπάρχουν παράπονα από τέσσερις υποψήφιες οι οποίες, αν και συγκέντρωσαν τους περισσότερους σταυρούς, δεν κατέλαβαν την πρώτη θέση στη λίστα, αλλά στη θέση τους τοποθετήθηκαν «αρεστοί» της προέδρου. Κάτι ανάλογο συνέβη με το νεοσύστατο κόμμα «Νίκη», όπου υποψήφιος από την Κόρινθο βρέθηκε πρώτος στο ψηφοδέλτιο της Λάρισας, επειδή εκεί υπάρχουν πολλές πιθανότητες να εκλεγεί βουλευτής, ενώ υπήρξαν και άλλες αλλαγές προσώπων. Και στην Ελληνική Λύση διαπιστώσαμε ανακατατάξεις στα ψηφοδέλτια της Αττικής για τον ίδιο σκοπό.
Οι αρχηγοί των μικρών κομμάτων ουσιαστικά «τοποθετούν» σε εκλόγιμες θέσεις πρόσωπα «εμπιστοσύνης», πετώντας τα στελέχη που συγκέντρωσαν τους περισσότερους σταυρούς και τα οποία δικαίως διαμαρτύρονται. Οι αυταρχικές συμπεριφορές και ο νεποτισμός μπορεί και να τιμωρηθούν στις κάλπες, ωστόσο δείχνουν ότι η κατάσταση δεν είναι «αθώα» στα μικρά κόμματα, όσο κι αν προσπαθούν να το κρύψουν οι αρχηγοί τους.