Μετά από όλα όσα έχει πει το τελευταίο διάστημα ήταν σαφέστατο ότι πριόνιζε όσο μπορούσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Για τον κοινό νου η διαγραφή του ήταν απλώς μονόδρομος. «Και πολύ κράτησε…», σχολίασαν πολλοί, αλλά φαίνεται πως η στάση του ξεπέρασε τα όρια της ανοχής που επιβάλλουν οι εσωκομματικές ισορροπίες και άγγιξε εκείνα της πολιτικής αξιοπρέπειας του πρωθυπουργού.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Το 1992 ήταν 42 ετών. Αποπέμφθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών λόγω της διαφοροποίησής του από την κυβερνητική γραμμή για το θέμα των Σκοπίων. Και τότε μιλούσε για εθνικές μειοδοσίες και -το αγαπημένο του θέμα- προδοσίες και διάφορα άλλα συνώνυμα. Την ίδια χρονιά αποχώρησε από τη Ν.Δ., δημιούργησε το εθνικιστικό – ακροδεξιό, αλλά κυρίως αντιμητσοτακικό, συνονθύλευμα της Πολιτικής Ανοιξης, έπεισε τους στενούς πολιτικούς του φίλους, Στ. Στεφανόπουλο και Γ. Συμπιλίδη, να υπονομεύσουν την τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη με τις παραιτήσεις τους, με αποτέλεσμα να πέσει και να ακολουθήσει η ήττα της Ν.Δ. στις εκλογές του 1993. Ηταν η πρώτη του προσωπική ήττα. Τα χαμηλά ποσοστά της Ν.Δ. στις εκλογές του Μαΐου 2012 συνέθεσαν τη δεύτερη προσωπική του ήττα.
Και μετά ήρθαν τα Ζάππεια και η συστηματική αντιμνημονιακή, λαϊκιστική και ανεύθυνη ρητορική του ίδιου που εν τέλει ανέδειξε νικητή αυτόν που ήξερε να το κάνει καλύτερα, τον ΣΥΡΙΖΑ. Πλατείες Συντάγματος, επιθέσεις σε βουλευτές στους δρόμους στην πορεία για τη γιγάντωση ενός φαινομένου που η χώρα πλήρωσε πολύ πιο ακριβά από όσο έπρεπε. Ηταν η τρίτη μεγάλη του ήττα.
Τώρα, στα 73 του, μιλάει και πάλι για προδοσίες, ζητά για τον υπουργό Εξωτερικών ό,τι είχε επιφυλάξει η Ιστορία για τον ίδιον πριν από 30 τόσα χρόνια και προτείνει για ΠτΔ, έναν άλλον μοιραίο πολιτικό, τον Κ. Καραμανλή. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την ευκαιρία που βρήκαν πολλοί μετά τη νίκη Τραμπ να παίξουν τον ρόλο που φαντασιώνονταν χρόνια τώρα. Αλλά υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά θέματα. Και οι ήττες καραδοκούν…