Είναι φυσιολογικό για ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει ξεπεράσει το «σοκ» της αποχώρησης του Τσίπρα από την ηγεσία του κόμματος και να λειτουργεί περισσότερο με το συναίσθημα παρά με τη λογική.
Χρειάζεται χρόνος, όταν μάλιστα επί Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ από το 3% βρέθηκε να κυβερνά τη χώρα επί 4,5 έτη, παρέα βέβαια με τον Πάνο Καμμένο.
Για το λόγο αυτό, βλέπουμε να πληθαίνουν τα άρθρα που αναπολούν την περίοδο Τσίπρα και να υπαινίσσονται ότι τελικά η καλύτερη λύση για το κόμμα είναι η επιστροφή του, με τον ίδιο αιφνίδιο τρόπο με τον οποίο αποχώρησε από την Κουμουνδούρου.
Το ζητούμενο στην πολιτική πάντα είναι τι θέλουν οι πολίτες και όχι ο στενός πυρήνας των κομμάτων, που κατά κανόνα είναι προσκολλημένος στις ηγεσίες του. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση, γιγαντώθηκε στα χρόνια του Μνημονίου με «προσωποκεντρικά» χαρακτηριστικά, αλλά η ταχεία άνοδος και πτώση του δεν άφησε χρονικά περιθώρια προκειμένου να υπάρξει ομάδα στελεχών που θα πλαισιώνει τον αρχηγό.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Οι «νοσταλγοί» του Τσίπρα ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά τη στενή ομάδα των συνεργατών του, που βρέθηκε στον αέρα και αναζητεί σανίδα σωτηρίας για την επόμενη ημέρα στο κόμμα. Η «τάση» αυτή αποτυπώνεται και σε υποψήφιο πρόεδρο, ο οποίος ανήκε στην ομάδα των «προεδρικών» και επιθυμεί να αποκομίσει στις εσωκομματικές εκλογές τη «συνέχεια» του Τσίπρα.
Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι ψηφοφόροι που ταυτίσθηκαν με τον πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως την εποχή των Μνημονίων και δεν εμπνέονται από τους υποψήφιους διαδόχους του. Ωραιοποιούν καταστάσεις του παρελθόντος, όπως συμβαίνει πάντα με το συναίσθημα της νοσταλγίας, και ελπίζουν σε επιστροφή των «παλιών καλών καιρών». Ψάχνουν μάλλον μία προσωπική δικαίωση, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν τις πραγματικές πολιτικές συνθήκες.
Ολοι παραβλέπουν όχι μόνο το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του Ιουνίου, αλλά συνολικά την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 και μετά. Επί Τσίπρα η Κουμουνδούρου έχασε αλλεπάλληλες εκλογικές μάχες και με αυτόν στο τιμόνι κατέγραψε ποσοστό 17%, οι ψηφοφόροι έστειλαν μήνυμα ότι θα πρέπει να αποχωρήσει και όχι κάποιοι «σκοτεινοί μηχανισμοί». Το ωραίο είναι ότι ο ίδιος λίγα 24ωρα πριν από τις εκλογές του Μαΐου καυχιόταν πως θα βοηθούσε τον Μητσοτάκη να πακετάρει τα πράγματά του από το Μαξίμου. Τώρα έχει αφήσει το κόμμα στην τύχη του, επί ένα μήνα γύρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατέστησε σαφές ότι δεν θα ασχοληθεί με τις διαδικασίες εκλογής νέου προέδρου, που ξεκινούν επισήμως στις 2 Σεπτεμβρίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πάει μπροστά κοιτάζοντας διαρκώς πίσω. Το ίδιο άλλωστε έπραξε την περίοδο 2019-2023 όταν, χωρίς να προβεί στην παραμικρή αυτοκριτική, επέστρεψε σε λογικές του 2014, πίστεψε ότι η χώρα βίωνε ξανά την περίοδο των «αγανακτισμένων» και της οργής. Εάν ακολουθήσει την ίδια τακτική, οι ψηφοφόροι του θα αναπολούν όχι μόνο τον Τσίπρα αλλά και το 17%.
Η κοινωνία πηγαίνει μπροστά και οι νοσταλγικές εικόνες μπορεί να είναι καλές, όπως οι καλοκαιρινές αναμνήσεις, αλλά δεν λύνουν πολιτικά προβλήματα.