– Θυμήθηκα, πάτερ μου, αυτό που γράφει ο μεγάλος μας λογοτέχνης Αλέξανδρος Μωραϊτίδης σε άρθρο του. Αν θυμάμαι καλά, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1892.
– Πού το θυμήθηκες;
– Μου είχε κάνει εντύπωση. Εγραψε για τη δόξα που γνώρισε η Βασιλεύουσα για περίπου 1.100 χρόνια, αλλά ήρθαν χρόνοι ασεβείας, και καθώς ο παλαιός Ισραήλ τιμωρήθηκε για τις παραβάσεις του, καταδικάσθηκε επανειλημμένως σε ζυγό δουλείας και έχασε το ναό του, του Σολομώντα, και την ιερά του πόλη, την Ιερουσαλήμ, έτσι και ο νέος Ισραήλ, για την απιστία του, καταδικάστηκε σε πολυετή αιχμαλωσία και έχασε τον θείο ναό του, την Αγια- Σοφιά και την ιερά του Πόλη…
Στην έξοδο του αεροδρομίου πήραμε ταξί, που μας πήγε σε ένα συμπαθές ολίγων δωματίων ξενοδοχείο, παλιού ρυθμού, αλλά με όλα τα χρειώδη μιας σύγχρονης φιλοξενίας. Ηταν σε ένα σοκάκι κοντά στο κέντρο της Πόλης. Ηταν ακόμη αρκετά πρωί και είπαμε να κερδίσουμε τη μέρα μας. Πρώτη επίσκεψη στο Φανάρι και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μας καλοδέχτηκαν.
Πήγαμε και προσκυνήσαμε στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Ο π. Κύριλλος πήγε και στα γραφεία, όπου είχε γνωστούς κληρικούς. Ο Πατριάρχης έλειπε. Οταν ήρθε στην είσοδο που τον περίμενα, μου είπε:
– Δεν θέλησα να ενοχλήσω μιλώντας για τους κρυπτοχριστιανούς στην Πόλη. Ομως, είμαι βέβαιος ότι είναι πολλοί. Θα πάμε να επισκεφθούμε έναν γέροντα ιερέα, που είναι εφημέριος και φύλακας ενός προσκυνήματος της Πόλης. Τον είχα επισκεφθεί και παλιότερα, αλλά δεν μιλήσαμε τότε για κρυπτοχριστιανούς. Ζει μέσα σε περιμανδρωμένο χώρο. Πλάι στο ναό υπάρχει ένας παλιός ισόγειος οικίσκος. Εκεί μένει με τη γερόντισσα πρεσβυτέρα του. Μπορεί κάτι να μας πει…
Πράγματι, πήραμε ταξί και πήγαμε να τον δούμε. Η πόρτα του προσκυνήματος ήταν βαριά, σιδερένια. Χτυπήσαμε το κουδούνι. Μας μίλησαν στα τούρκικα. Είπαμε πως είμαστε Ελληνες και πως πήγαμε για προσκύνημα. Ανοιξε πρώτα ένα παραθυράκι, που φάνηκε ο ιερέας, μια αγνή λεπτή φυσιογνωμία. Είδε τον π. Κύριλλο, που του χαμογέλασε, και αυτό ήταν το εισιτήριο της εισόδου μας…
Μπαίνοντας, εντύπωση μας έκανε η αυλή. Ενας απαστράπτων λουλουδιασμένος χώρος. Ολα με τη φροντίδα της παπαδιάς. Πήγαμε πρώτα και προσκυνήσαμε στο ναό και ήπιαμε από το αγίασμα, καθώς διψούσαμε κιόλας. Αφού ανανέωσε τη γνωριμία, ο π. Κύριλλος του μίλησε για τους κρυπτοχριστιανούς που είχαμε συναντήσει στον Πόντο, στην Ιωνία και στην Καππαδοκία.
– Πάτερ μου, δεν μπορεί, θα υπάρχουν και στην Πόλη, του είπε ο π. Κύριλλος.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
– Τι τα ψάχνετε, του απάντησε ο γέροντας ιερέας, κουνώντας το κεφάλι του. Ασφαλώς και υπάρχουν, αλλά μόνο ο Θεός τους ξέρει και ελάχιστοι εχέμυθοι χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί.
– Εσύ, πάτερ μου, γνωρίζεις κάποιους; τον ρώτησε ο π. Κύριλλος.
– Ασφαλώς και γνωρίζω, αλλά δεν θα σας πω, για να μη φέρω σε δυσκολία το Πατριαρχείο.
Σεβαστήκαμε την άποψή του. Αλλάξαμε συζήτηση και αφού ήπιαμε τον καφέ που μας προσέφερε η παπαδιά, βγήκαμε στη δημοσιά και περιμέναμε ταξί.
– Πεινάς; με ρώτησε ο π. Κύριλλος.
– Οχι, καθόλου, του απάντησα.
– Πρέπει η Αγια-Σοφιά να είναι ακόμη ανοικτή. Πάμε;
Το ταξί μάς πήγε στο ναό-σύμβολο της χριστιανοσύνης*. Ελεγχος, ακριβούτσικο εισιτήριο, αλλά όλα εξουδετερώνονται μετά την είσοδο στο ναό. Ο πιστός μεταρσιώνεται, ιδίως όταν βλέπει τα διασωθέντα ψηφιδωτά, και πιο συγκεκριμένα όταν θεάται τη Δέηση και τα πρόσωπα του Κυρίου Ιησού Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο κατάκοποι, αλλά χαρούμενοι που αξιωθήκαμε για μιαν ακόμη φορά να επισκεφθούμε και νοερά να προσκυνήσουμε την Αγια-Σοφιά.
Τσιμπήσαμε κάτι σε ένα κοντινό στο ξενοδοχείο εστιατόριο. Την ώρα εκείνη είχε λίγο κόσμο και κοντά μας δεν καθόταν κανένας.
– Αδελφέ, μου είπε ο π. Κύριλλος, ο Αχμέτ στον Πόντο, πριν φύγω, μου έδωσε τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα των θυγατέρων του που μένουν εδώ, στην Κωνσταντινούπολη. Μου είπε να τους τηλεφωνήσω και να τους πω ότι είδα τον πατέρα τους και ότι περιμένει να πάνε να τον δουν πριν πεθάνει… Τι λες, να τους τηλεφωνήσω;
– Και δεν τους τηλεφωνάς… Σαν ανθρώπινο χρέος το βλέπω, του απάντησα…
– Ασε, το κάνω το πρωί, πριν πάμε στη Μονή της Χώρας…
Πράγματι, το πρωί, πριν από το πρόγευμα, ο π. Κύριλλος με έβαλε να τηλεφωνήσω στην Τζαμίλα, την ιατρό. Μιλήσαμε στα αγγλικά. Της είπα ποιοι είμαστε και ότι μεταφέρουμε ένα μήνυμα από τον πατέρα της σε εκείνη και στην αδελφή της, και αν μπορούμε να τις δούμε. Μας εξήγησε ότι της είναι πολύ δύσκολο. Εργασία, σπίτι, σύζυγος, παιδιά… Τα ίδια ισχύουν και για την αδελφή της, την Αμάλ, που ήταν σπουδαγμένη νοσοκόμα. Της έδωσα τον αριθμό του τηλεφώνου μου, της είπα πόσες μέρες θα μείνουμε, και θα χαρούμε να τις δούμε, αν τα καταφέρουν. Μετά τη συνδιάλεξη, ο π. Κύριλλος με ρώτησε πώς μου φάνηκε η συζήτηση.
– Μια κανονική συζήτηση μιας σύγχρονης Τουρκάλας με πολλές υποχρεώσεις, του απάντησα. Καθώς παίρναμε το πρωινό, είπα στον π. Κύριλλο:
– Ολο το βράδυ, πάτερ μου, σκεφτόμουν τους σημερινούς κρυπτοχριστιανούς. Γνωστός μου δημοσιογράφος έγραψε πριν από λίγα χρόνια ότι ο ίδιος είχε γνωρίσει δύο κρυπτοχριστιανούς στην Κωνσταντινούπολη. Ο ένας δούλευε γκαρσόνι και ο άλλος υπάλληλος. Και όπως σημείωσε, για εκείνον ήταν μια εμπειρία πολύτιμη, γιατί του αποκάλυψε την πύρινη πίστη που και σήμερα κρυφοκαίει και μαρτυρικά συντηρείται σε ένα σωρό απίθανες γωνιές της Τουρκίας.
*Αυτά συνέβησαν στη δεκαετία του 1990 και επομένως πριν από τη βεβήλωση του ναού από τον Ερντογάν. Ο Ερντογάν στο θέμα της Αγίας Σοφίας αποδεικνύεται βαρβαρότερος του Κεμάλ, του πρώτου διδάξαντος τη γενοκτονία κατά τον 20ό αιώνα, με όλα όσα διέπραξε σε βάρος του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ο Κεμάλ, από τζαμί, τη μετέτρεψε σε μουσείο, αντίθετα από τον Ερντογάν…