Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Οι υπέρμετροι φόροι που επιβαρύνουν τα ακίνητα έχουν οδηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες σε απελπισία. Aλλοι τα πουλούν όσο όσο, άλλοι βλέπουν την απειλή των πλειστηριασμών να μοιάζει με μονόδρομο και όσοι ακόμα καταφέρνουν να πληρώνουν τη δόση του στεγαστικού θεωρούνται ήρωες. Ο Ελληνας ξεσπιτώνεται και αυτό δεν είναι απλό πράγμα. Ισοδυναμεί με εθνικό ξερίζωμα.
Ανέκαθεν στην Ελλάδα η απόκτηση ενός σπιτιού θεωρούταν η ύψιστη ασφάλεια, κάτι για το οποίο άξιζε να επενδύσεις τις αποταμιεύσεις μιας ζωής. Η σχέση του Eλληνα με το σπίτι είναι πολύ διαφορετική από ό,τι ενός Ευρωπαίου. Στην κουλτούρα μας, το πατρικό σημαίνει οικογενειακή ασφάλεια, σημαίνει γειτονιά, φίλοι και αναμνήσεις. Δεν είναι τα ντουβάρια, είναι όλα αυτά που έγιναν εντός τους.
Τραμπ, Μπάιντεν και το δράμα των ομήρων
Αυτή η εποχή όμως έχει φτάσει στο τέλος της. Κανείς δεν σκέφτεται να αγοράσει ή να xτίσει. Η οικοδομή έχει νεκρώσει χρόνια τώρα και οι λιγοστές αγοραπωλησίες αφορούν παλαιότερα (γεμάτα αναμνήσεις) σπίτια σε εξευτελιστικές τιμές. Ακόμα και οι κληρονομιές, αυτές που κάποτε έρχονταν ως δώρο εξ ουρανού, έχουν μετατραπεί τώρα σε οικονομική απειλή, με αποτέλεσμα χιλιάδες πολίτες να προχωρούν σε αποποίηση κληρονομιάς. Το 2013 οι αιτήσεις αποποίησης άγγιζαν τις 30.000 και το 2016 ξεπέρασαν τις 54.000!
Μπροστά σε αυτό το τσουνάμι η κυβέρνηση και το υπουργείο Οικονομικών σκέφτονται ως «λύση» για την αποπληρωμή του φόρου κληρονομιάς την παραχώρηση ακινήτου στο Δημόσιο. Τι θα τα κάνει το Δημόσιο όλα αυτά τα ακίνητα; Θα τα «αξιοποιήσει» όπως κάνει σήμερα με τα χιλιάδες ακίνητα-φαντάσματα που κατέχει. Ετσι θα εκπληρώσει και την υπόσχεσή της η κυβέρνηση «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη». Οι βάρβαροι πάντα είναι μια κάποια λύση.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου