Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Ο διττός ρόλος του Ευκλείδη Τσακαλώτου, ως υπουργός Οικονομικών από τη μία και ως άτυπος επικεφαλής της ομάδας των 53 από την άλλη, δημιουργούσε εξ αρχής μια αντιφατική πραγματικότητα μέσα στην οποία έπρεπε να κινηθεί. Μπροστά του ήταν η διαπραγμάτευση με τους δανειστές και η απόλυτη συνειδητοποίηση ότι ο λογαριασμός που θα έρθει στο τέλος θα είναι δυσβάσταχτος. Πίσω του βρίσκονταν και βρίσκονται όλοι εκείνοι που νιώθουν πιο αριστεροί και από τον Αλέξη Τσίπρα, που δεν θεωρούν πως το δικό τους Μνημόνιο είναι καλύτερο από τα προηγούμενα και πως η ταξική πάλη συνεχίζεται στα (σ)αλώνια των υπουργείων.
Με τον μισό του εαυτό διαμήνυε πως αν το αφορολόγητο έπεφτε κάτω από τα 9.000 ευρώ θα παραιτείτο. Με το υπόλοιπο μισό του ήξερε πως και το αφορολόγητο θα έπεφτε και στην κυβέρνηση θα έμενε για να μην αφήσει στη μέση τη διαπραγμάτευση. Με μαρξιστική καρδιά αλλά με το μυαλό δουλεμένο στην Οξφόρδη, καταλάβαινε αμέσως τα σφάλματα. Δεν συμφωνούσε με την καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση, δεν συμφωνούσε με τις μονομερείς παροχές τύπου 13ης σύνταξης, δεν συμφωνούσε με τα θριαμβολογικά non paper του Μαξίμου, όπως εκείνο που δόθηκε μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου. Ο Τσακαλώτος ήξερε από τότε αυτά που ανακοινώθηκαν χθες στη Μάλτα. Ο Τσακαλώτος ήξερε από καιρό πως αυτά που πρεσβεύουν οι σύντροφοί του είναι ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής και πως ο ίδιος ποτό με τη Σκάρλετ Γιόχανσον μπορεί και να πιει. Να μην υπογράψει όμως την επώδυνη συμφωνία αποκλείεται.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου