Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Ο πρώτος είναι η έκρηξη των διεθνών τιμών των καυσίμων λόγω της άρσης των περιοριστικών μέτρων σε ταξίδια και γενικά σε μετακινήσεις και μεταφορές. Οι αυξήσεις στο φυσικό αέριο σε σχέση με πέρυσι ξεπερνούν το 70%, ενώ η τιμή του πετρελαίου από 45 δολάρια που ήταν στις αρχές του έτους τώρα έχει υπερβεί τα 73$ και αναλυτές δεν αποκλείουν περαιτέρω εκτίναξη προς τα 100 δολάρια.
Ο δεύτερος λόγος είναι οι ανατιμήσεις που παρατηρούνται σε πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα, πάνω στις οποίες προστίθενται οι μεγάλες αυξήσεις στο μεταφορικό κόστος από την Κίνα και τις άλλες χώρες της Ανατολής προς τη Δύση.
Το πρόβλημα δεν έχει πάρει ακόμη ανεξέλεγκτες διαστάσεις, αν και δεν λείπουν οι ανησυχίες ότι οι αγορές βασικών προϊόντων ύστερα από τη χειμερία νάρκη των τελευταίων 18 μηνών λόγω της πανδημίας θα λειτουργήσουν ως «σφεντόνα» ωθώντας ανοδικά τις τιμές.
Ειδικά για την Ελλάδα το πλήγμα μπορεί να είναι μεγάλο, καθώς η εγχώρια παραγωγή εξαρτάται από το ενεργειακό κόστος, που ήδη είναι υψηλό, και τυχόν νέος γύρος αυξήσεων στα καύσιμα θα επιδεινώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας δυσχεραίνοντας την προσπάθεια ανάκαμψης.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για αδράνεια δεν έχει βάση όταν ο βασικός λόγος των αυξήσεων είναι η διεθνής συγκυρία, θυμίζει τις υπερβολές για «ύφεση Μητσοτάκη» όταν η παγκόσμια οικονομία είχε μπει στη δίνη της πανδημίας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να μείνει αδρανής. Για να αντιμετωπισθεί η ακρίβεια στην αγορά και να ενισχυθούν τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα υπάρχουν δύο δρόμοι. Ή θα μειωθούν οι φόροι κατανάλωσης ή θα αυξηθούν τα επιδόματα π.χ. για τη θέρμανση. Θυμίζουμε ότι επί ΣΥΡΙΖΑ και για την περίοδο 2015-2018 ο ΦΠΑ στα τρόφιμα είχε αυξηθεί από το 13% στο 24%, ενώ είχε επιβληθεί ακόμη και στον καφέ Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης κατά το πρότυπο της βενζίνης. Η σημερινή κυβέρνηση έχει μειώσει τον ΦΠΑ στο 13% για την εστίαση, ενώ ανακάλεσε το φόρο στον καφέ. Ωστόσο, τα περιθώρια μείωσης των φόρων δεν είναι μεγάλα, ενώ τέτοιου είδους μέτρα έχουν άμεση δημοσιονομική επίπτωση σε έναν προϋπολογισμό που είναι έντονα ελλειμματικός λόγω των αυξημένων δαπανών για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων την περίοδο της πανδημίας. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να διατεθούν με στοχευμένο τρόπο περισσότεροι πόροι σε νοικοκυριά που δεν έχουν ικανά εισοδήματα για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες θέρμανσης. Πέρυσι η κυβέρνηση είχε αποφασίσει τη χορήγηση επιδόματος θέρμανσης και για αγορά φυσικού αερίου, ενώ είχε δώσει προκαταβολικά τα ποσά προκειμένου οι δικαιούχοι να μπορούν να προχωρήσουν τις αναγκαίες προμήθειες. Με αλλαγή των εισοδηματικών κριτηρίων μπορούν να διευρυνθούν οι δικαιούχοι ή αν χρειαστεί να αυξηθούν τα ποσά.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα που ενεργειακά βρίσκεται σε μία μεταβατική φάση, καθώς προωθεί την απολιγνιτοποίηση προτάσσοντας το φυσικό αέριο μέχρι να αυξηθεί το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στη συνολική παραγωγή, θα πρέπει να είναι έτοιμη να «αποκρούσει» τάσεις ανατιμήσεων. Το καλύτερο «φάρμακο» απέναντι στην ακρίβεια είναι η μεγέθυνση της οικονομίας μέσα από τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης. Μόνο έτσι μπορούν να αυξηθούν τα εισοδήματα με βιώσιμο τρόπο και η τόνωση της απασχόλησης να εξουδετερώσει επικίνδυνες παρενέργειες, όπως είναι ο στασιμοπληθωρισμός, δηλαδή η οικονομία να παγιδευθεί σε μία στάσιμη κατάσταση με τις τιμές να ανεβαίνουν διαρκώς. Για αυτό η κυβέρνηση οφείλει να τρέξει τις μεταρρυθμίσεις και να υλοποιήσει τα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης ενισχύοντας τις δυνάμεις της ανάπτυξης, που μπορεί να σβήσουν τις «φωτιές» του πληθωρισμού.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr