Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Ισως μόνο οι συμπολίτες του, κι αυτοί άνω των 40. Τα ΜΜΕ τον είχαν ξεχάσει εδώ και δεκαετίες, για να τον θυμηθούν τώρα που έφυγε από τη ζωή. Ο 93χρονος Ντέιβιντ Ντίνκινς πέθανε χθες ήσυχα στο διαμέρισμά του στο Μανχάταν, στριμωγμένος ειδησεογραφικά ανάμεσα στις πολιτικές εξελίξεις και τον κορονοϊό.
Είναι σίγουρο ότι θέλησε να γράψει Ιστορία, αλλά δεν τα κατάφερε. Οταν το 1993 έχασε τις εκλογές από τον Ρούντι Τζουλιάνι (τον περίφημο δήμαρχο της «μηδενικής ανοχής», που γελοιοποιείται τώρα στα γεράματα ως ασυνάρτητος δικηγόρος του Τραμπ), ο Ντίνκινς απέδωσε την ήττα του «ξεκάθαρα στο ρατσισμό και σε τίποτα άλλο».
Βολική δικαιολογία, δεδομένου ότι περιέχει δόση αλήθειας. Ομως ο γιος ενός ταπεινού μαύρου μπαρμπέρη, που γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ παραμονές της Μεγάλης Υφεσης, το 1927, και αποφοίτησε από τις Νομικές Σχολές του Χάουαρντ και του Μπρούκλιν, θα περίμενε σίγουρα κάτι παραπάνω από λίγα λόγια συμπάθειας στον επικήδειό του.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Η αλήθεια είναι ότι ο Ντίνκινς κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες για να λύσει το στεγαστικό πρόβλημα των φτωχών μαύρων στο Χάρλεμ και το Μπρονξ και αναμόρφωσε την περίφημη Tάιμς Σκουέρ.
Το Βατερλώ του όμως ήταν οι αιματηρές φυλετικές συγκρούσεις ανάμεσα σε μαύρους και ορθόδοξους Εβραίους της Νέας Υόρκης (οι περίφημες ταραχές του Κράουν Χάιτς), τις οποίες δεν μπόρεσε να καταστείλει το 1991. Αφορμή ήταν ο θάνατος σε τροχαίο ενός 7χρονου μαύρου αγοριού με απρόσεκτο αυτουργό έναν αρχιραβίνο, περιστατικό που προκάλεσε πολυήμερη βεντέτα με νεκρούς, καταστροφές και λεηλασίες ανάμεσα στις δύο κοινότητες.
Στα απομνημονεύματά του το 2013 ο Ντίνκινς παραδέχθηκε πως αυτό του στοίχισε τη δημαρχία – σε συνδυασμό με την αποτυχία του να αντιμετωπίσει την ανεργία και την εγκληματικότητα. Δεν πειράζει. Στην Ιστορία υπάρχει χώρος και για τις χρυσές μετριότητες…
Από την έντυπη έκδοση