Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Στο 17ο Φόρουμ Διαλόγου Ιταλίας-Ισπανίας στη Ρώμη, ο Τζουζέπε Κόντε και ο Πέδρο Σάντσεθ επιβεβαίωσαν πανηγυρικά τη «στρατηγική συμμαχία» των χωρών τους, δίνοντας τέλος στην ψυχροπολεμική περίοδο των προκατόχων τους, Ματέο Ρέντσι και Μαριάνο Ραχόι. Οπως βέβαια και στην κακή παρένθεση του Σαλβίνι, που είχε κάνει άνω-κάτω την Μεσόγειο στο προσφυγικό.
Η συγκυρία ευνόησε το βήμα των δύο κεντροαριστερών πρωθυπουργών, καθώς Ιταλία και Ισπανία αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να διεκδικήσουν περισσότερα κονδύλια από το ευρωπαϊκό ταμείο ανασυγκρότησης του κορονοϊού (τα κλειδιά του οποίου κρατούν οι Γερμανοί, μέσω του Eυρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας/ ΕSM) και να χαλαρώσουν τον δημοσιονομικό κορσέ του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ως προς αυτά συμπίπτουν στις επιδιώξεις τους με τον Μακρόν. Πλην όμως τους χωρίζει από τον Γάλλο πρόεδρο η στρατηγική απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν, όπου εκεί βρίσκονται πλησιέστερα στις γερμανικές θέσεις.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Ως γνωστόν οι ισπανικές τράπεζες έχουν τεράστιο άνοιγμα στην Τουρκία και τα ισπανικά ναυπηγεία έχουν να παραδώσουν στους Τούρκους ένα μίνι-αεροπλανοφόρο, ενώ από την άλλη πλευρά ο ανταγωνισμός της Ιταλίας με τη Γαλλία στη Λιβύη και οι ευρείες οικονομικές της δοσοληψίες στην αμυντική βιομηχανία και αλλού με την Αγκυρα, τη φέρνει πλησιέστερα στις ισπανικές -και δυστυχώς τις τουρκικές- θέσεις.
Από ό,τι φαίνεται η ιταλο-ισπανική προσέγγιση δεν είναι συγκυριακή, αλλά έχει βάθος και πολυποίκιλες στοχεύσεις. Οι οποίες εκτείνονται στον τομέα της ψηφιακής, τεχνολογικής, αλλά και κλιματικής συνεργασίας, με διακριτή ατζέντα από τους ανταγωνισμούς των δύο «μεγάλων» της Ε.Ε. (Γερμανία-Γαλλία). Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι Ιταλία και Ισπανία αποτελούν την 3η και 4η οικονομία της Ευρωζώνης, συναθροίζοντας το 25% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Από την έντυπη έκδοση