Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Δε θα ξεχάσω ποτέ κάποια βράδια που ο αγαπημένος Κώστας Ταχτσής με έπαιρνε μαζί του στα καλέσματα του Ιόλα. Ηταν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια του ’76 , ’77 που ο ιδιοφυής Ιόλας καλούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τη Μελίνα, Ελληνες και ξένους καλλιτέχνες -εκείνος τους είχε αναδείξει- σε μαγικές βραδιές. Περιφερόμουν στον μεγάλο κήπο, σιωπηλή και έκθαμβη, όπου το ερωτευμένο γιασεμί έκανε τα σώματα των κούρων να σκιρτούν στα μαρμάρινα βάθρα τους…
Η βαριά δίφυλλη μπρούτζινη πόρτα της εισόδου στη βίλα ήταν αριστούργημα. Δεν θυμάμαι ποιος μεγάλος γλύπτης την είχε κάνει. Ηταν από τα πρώτα πράγματα –μαζί με την μπρούτζινη κουπαστή της σκάλας, μοναδικό έργο τέχνης- που ξερίζωσαν αυτοί που μπήκαν μετά τον θάνατό του. Οι άπληστοι. Οι κακοί. Οι ασυνείδητοι. Είδα το ένα φύλλο της πόρτας σε σπίτι στην Κηφισιά. Δεν έδειξα ότι το αναγνώρισα. Μόνο θαύμασα τον διάκοσμό της, επηρεασμένο από τη μακεδονική δυναστεία.
Η είσοδος στη βίλα οδηγούσε σε έναν τεράστιο κυκλικό χώρο με λίγα έπιπλα εξαίσιας αισθητικής. Στους τοίχους θησαυροί: Ηταν, στα μάτια μου, το πιο ωραίο μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Μας άφηνε, φιλόφρονα, να περιφερόμαστε στο παλάτι του. Να απολαμβάνουμε όσα για εκείνον ήταν η καθημερινότητά του. Μου έδειξε μια φορά την κρεβατοκάμαρά του: Δυο λιτά κρεβάτια με λευκά καλύμματα και πίσω τους δυο κούροι κλασικοί. Τίποτε άλλο στο τεράστιο δωμάτιο που οδηγούσε σ’ ένα μπάνιο αφάνταστης πολυτέλειας.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Ομως εκείνο που θαύμασα περισσότερο ήταν η βιβλιοθήκη του. Ξέρω πως είναι δύσκολο να το πιστέψετε αλλά οι εκατοντάδες τόμοι ήταν όλοι δεμένοι με λευκό δέρμα και στη ράχη τους, με το χέρι, γραμμένος ο τίτλος τους. Στη ζωή μου έχω μπει σε αρχοντικά -σε όλο τον κόσμο- μεγιστάνων που με τη διαθήκη τους τα έκαναν μουσεία, στεγάζοντας τις συλλογές τους. Ο επισκέπτης να χαίρεται τον πλούτο τους. Ποτέ μου δεν είδα τόση ομορφιά, όση στη βιβλιοθήκη του Ιόλα.
Εκείνος καθόταν, συνήθως, στην κουζίνα. Στο τραπέζι. Εκεί δεχόταν τους φίλους του. Κι εγώ δεν άνοιγα το στόμα μου, νιώθοντας πόσο τυχερή ήμουν. Κάποτε έκαναν πλάκα βάζοντας τον κύριο που τον φρόντιζε -με στολή από πράσινο βελούδο!- να λέει… τον καφέ.
Το 1996 ξαναπήγα στη βίλα. Ο Ιόλας είχε πεθάνει το 1987 ξεχασμένος, διασυρμένος από τους ευεργετηθέντες. Δεν θυμάμαι πώς μπήκαμε με τον Νίκο Σταθούλη να κάνω εκπομπή. Τα έργα του Τάκι σπασμένα. Οι πολυθρόνες οι μαρμάρινες χωρίς τα φτερά των αγγέλων. Λεηλατημένα έχασκαν πόρτες και παράθυρα. Στο υπόγειο γούνες, πουκάμισα, γραβάτες του στο πάτωμα. Αυτά δεν θέλησε κανείς να τα κλέψει. Ολα τα άλλα τα σήκωσαν. Βρήκα πεταμένα μερικά από τα καταπληκτικά προγράμματα που τύπωνε για τις εκθέσεις του. Τα μάζεψα, τα καθάρισα, τα φυλάω…
Από την έντυπη έκδοση