Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
«Τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», είναι το σύνθημα που θα στοιχειώνει τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος κλώτσησε τη δική του ευκαιρία φορτώνοντας τον λογαριασμό στους οικονομικά αδύναμους, οι οποίοι πλήρωσαν ακριβά τους τυχοδιωκτισμούς και τη δημαγωγία του.
Χθες στη Βουλή το πνεύμα της συναίνεσης ήταν κυρίαρχο. Η εκλογή της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου για το ύπατο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας έγινε μέσα σε κλίμα ενότητας, όχι επίπλαστης ή αποτέλεσμα κομματικών συσχετισμών αλλά ως πρόσταγμα των δυνάμεων της κοινωνίας.
Στη δημόσια σφαίρα δεν κυριαρχεί πια το μίσος και η τοξικότητα, αλλά η ελπίδα ότι η Ελλάδα μπορεί να καλύψει το χαμένο έδαφος των τελευταίων ετών και ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Η κ. Σακελλαροπούλου θα δοκιμασθεί στην πράξη, κανείς όμως δεν παραγνωρίζει ότι διαθέτει τα χαρακτηριστικά της αξιοκρατίας, της συνέπειας και της διάθεσης να προσφέρει στα κοινά.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Το συγχαρητήριο τηλεφώνημα του Προκόπη Παυλόπουλου προς τη διάδοχό του δείχνει ότι οι θεσμοί λειτουργούν με τον καλύτερο τρόπο παρά τους κραδασμούς που δέχθηκε η δημοκρατία μας στις ταραγμένες ημέρες του καλοκαιριού του 2015.
Με τις πρώτες της δηλώσεις η κ. Σακελλαροπούλου έβαλε και την ατζέντα της νέας εποχής. Οι προκλήσεις της ασφάλειας των συνόρων μας, της οικονομικής ανάπτυξης, της κλιματικής αλλαγής και της ενίσχυσης του κράτους δικαίου είναι μεγάλες, η Πρόεδρος τις επισήμανε και τόνισε ότι θα εργασθεί για την επίτευξή τους.
Η Ελλάδα υπέφερε αρκετά από τη μεμψιμοιρία, την εσωστρέφεια και τον φανατισμό. Η φυγή προς τα εμπρός είναι πλέον μονόδρομος. Σε όλους τους τομείς. Στην οικονομία υπάρχουν πλέον βάσιμες ενδείξεις ότι η ανάπτυξη επιταχύνεται. Το ΚΕΠΕ (Κέντρο Ερευνας και Προγραμματισμού) εκτιμά ότι στο δεύτερο εξάμηνο του 2019 το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,5% ενώ στο πρώτο τρίμηνο του 2020 η άνοδος θα ξεπεράσει το 3,2%. Στις αγορές η μείωση των επιτοκίων του Ελληνικού Δημοσίου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα ενισχύει τις προσπάθειες της κυβέρνησης για τη μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά μία μονάδα από το 2021 ώστε να δημιουργηθεί χώρος για πρόσθετα αναπτυξιακά μέτρα και φορολογικές ελαφρύνσεις.
Η κανονικότητα εμπεδώνεται, παρά τις κραυγές που ακούγονται κατά καιρούς από τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και αυτό είναι δείγμα ότι αφήνουμε οριστικά την περίοδο της κρίσης και το πολιτικό σύστημα πρέπει να εργασθεί για την παραγωγή ιδεών και την ανάληψη πρωτοβουλιών με στόχο το αύριο και όχι την αναβίωση του χθες.
Η ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναβρέθηκε στην αντιπολίτευση και ξέχασε όσα έπραττε ως κυβέρνηση, ας δούμε τι αποτελέσματα είχε στην Κύπρο η «κολεγιά» των κυβερνήσεων με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Διαβάζουμε από άρθρο του πρώην υπουργού Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη στην «Καθημερινή» της Κύπρου.
«Ο αριθμός των ξένων φοιτητών στην Κύπρο, από το 2012 μέχρι σήμερα, έχει σχεδόν πενταπλασιαστεί και ανέρχεται στις 32 χιλιάδες. Στις 10 χιλιάδες ανέρχονται οι θέσεις εργασίας σε αυτό τον τομέα, ενώ η συμβολή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην οικονομία υπερβαίνει το 1 δισ. Είναι δηλαδή ανάλογος σε βαρύτητα με τον επίσης σημαντικό τομέα της ναυτιλίας. Η δυναμική ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας τα τελευταία χρόνια οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη των πανεπιστημίων μας. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια έχουν καταφέρει να προσελκύσουν σημαντικές ξένες επενδύσεις, έχουν ποιοτικά αναβαθμιστεί και έχουν προσελκύσει τη μερίδα του λέοντος σε σχέση με τους ξένους φοιτητές.
Για παράδειγμα, στην ιατρική σχολή ιδιωτικού πανεπιστημίου στη Λευκωσία, που είναι μάλιστα συμβεβλημένη με ιατρική σχολή του Λονδίνου, φοιτούν σχεδόν 600 φοιτητές, από τους οποίους το 95% είναι ξένοι, προερχόμενοι κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και τις χώρες της Ευρώπης. Εξίσου θετική είναι η πορεία και η πρόοδος των δημοσίων πανεπιστημίων. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου έχει μετατραπεί σε πραγματικό στολίδι, σημαντικές επενδύσεις ξεκινούν και στο ΤΕΠΑΚ, ενώ και τα δύο καταγράφουν πολύ ικανοποιητικές ακαδημαϊκές επιδόσεις». Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια της Κύπρου ώθησαν ανοδικά και τα δημόσια μετατρέποντας τη χώρα σε εκπαιδευτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Αυτή ήταν και η χαμένη ευκαιρία της Ελλάδας.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση