Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε τους φόρους ως ένα εργαλείο επιβολής της πολιτικής της, ακόμη και σήμερα υπάρχουν στελέχη του που υποστηρίζουν ότι η φορολογία στην Ελλάδα δεν είναι τόσο υψηλή όσο προβάλλουν τα μέσα ενημέρωσης και ότι το κράτος θα πρέπει να ενισχύσει την παρουσία του στην οικονομία.
Η Νέα Δημοκρατία πιστεύει στη μείωση της φορολογίας ως ένα μέσο για να ενισχυθεί η ανάπτυξη και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το περασμένο καλοκαίρι ήταν να επεκτείνει τη μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 22% για όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων και όχι μόνο για όσους είχαν περιουσία 60.000 ευρώ, όπως είχε νομοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η μείωση του ΕΝΦΙΑ δεν τόνωσε μόνο το διαθέσιμο εισόδημα των ιδιοκτητών ακινήτων, αλλά λειτούργησε ευεργετικά στην κτηματαγορά. Οι αξίες των ακινήτων αυξήθηκαν, όπως και η ζήτηση για νέες κατοικίες, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι δυνάμεις της ανάπτυξης.
Aπελάσεις αυθημερόν στην Ιρλανδία
Η αποκλιμάκωση των φόρων θα συνεχισθεί το 2020. Ηδη από τον Ιανουάριο οι κρατήσεις για τη συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών και συνταξιούχων θα μειωθούν αυξάνοντας ταυτόχρονα τις αποδοχές τους, ενώ εντός της χρονιάς αναμένεται η πρώτη περικοπή της εισφοράς αλληλεγγύης για όσους έχουν εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ. Σημαντικές θα είναι οι ελαφρύνσεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ η καθιέρωση συντελεστή 24% (από 28%) για όλες τις επιχειρήσεις μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό επενδυτικό κίνητρο.
Το στοίχημα για την κυβέρνηση είναι να συνδέσει τη μείωση των φόρων με μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής ώστε τα έσοδα του Δημοσίου να αυξηθούν από τη μεγέθυνση της οικονομίας. Το βέβαιο είναι ότι το περίφημο «ελατήριο» της ανάπτυξης που επικαλείτο μάταια από το 2016 ο κ. Τσίπρας θα λειτουργήσει μόνο εάν τα βάρη περιοριστούν για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και η αρχή έχει ήδη γίνει.
Από την έντυπη έκδοση