Η καλή προετοιμασία του κ. Μητσοτάκη ήταν εμφανής. Και αυτή είναι η βασική διαφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη από τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος από το «go back madam Merckel», έφθασε με χαρακτηριστική ευκολία στο σημείο να υπογράφει όλα τα αιτήματα του Βερολίνου.
Είναι φανερό ότι ο πρωθυπουργός προτάσσει την υλοποίηση των επενδύσεων, γιατί γνωρίζει ότι αυτή είναι η μόνη διέξοδος για να γίνει διαχειρίσιμο το ελληνικό χρέος και να ζητήσει εντός του 2020 τη μείωση του ποσοστού 3,5% για τα πρωτογενή πλεονάσματα της διετίας 2021 – 2022, στα οποία είχε δεσμευθεί η κυβέρνηση Τσίπρα.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν υπόσχεται σκίσιμο Μνημονίων, όπως έκανε ο Αλ. Τσίπρας, για να υπογράψει στη συνέχεια τα χειρότερα. Ούτε μιλάει για κατάργηση της λιτότητας με ένα νόμο και ένα άρθρο, όπως διατυμπάνιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι να ψηφίσει ακόμα πιο σκληρά μέτρα.
Με ρεαλισμό, ο Κυρ. Μητσοτάκης θέλει να τονώσει το αίσθημα της εθνικής αυτοπεποίθησης για τις δυνατότητες που έχει η ελληνική οικονομία προκειμένου να προσελκύσει επενδύσεις και να δημιουργήσει νέες, ποιοτικές θέσεις εργασίας. Ηδη μάλιστα συμφωνήθηκε με τη Γερμανία η διοργάνωση συνεδρίου για την πράσινη ενέργεια, στο οποίο θα παρουσιαστεί η ελληνική πρόταση.
Το βέβαιο όμως είναι ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε «σωτήρες» από το εξωτερικό, αλλά να βασιστούμε στις δικές μας δυνατότητες και πολιτικές που θα φέρουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία και θα τονώσουν ουσιαστικά την απασχόληση.
Από την έντυπη έκδοση