Γράφει ο Γιώργος Κουμπαράκης
Και ούσα αδρανής μια ολόκληρη κοινωνία όταν ξέσπασε η κρίση, δεν κατάφερε να αντιδράσει και κάπως έτσι ένα μεγάλο μέρος της έφτασε μέχρι και σήμερα να θεωρεί τα επιδόματα ως μοναδικό τρόπο ζωής μη θέλοντας να πιστέψει πως υπάρχει άλλος δρόμος. Γι’ αυτόν το λόγο και ο δρόμος της επιδοματικής πολιτικής φάνταζε μονόδρομος μέχρι το βράδυ της Κυριακής της 7ης Ιουλίου.
Πριν από την Κυριακή το βράδυ και για τέσσερα, παρά κάτι μήνες, χρόνια η πονηριά και η αδράνεια κυβερνούσαν μια χώρα. Λίγες μέρες πριν όμως ο ελληνικός λαός έδειξε πως δεν αντέχει άλλο την αδράνεια και, θέλοντας δράσει, αντέδρασε. Από την Κυριακή το βράδυ και μετά «η Ελλάδα είναι η καλή είδηση της Ευρώπης», όπως σημειώνει και στο ομότιτλο άρθρο του ο δημοσιογράφος των «New York Times», Ρότζερ Κόεν, σχετικά με τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου και την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα. Σε ένα σημείο του άρθρου του αναφέρει πως η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που μπήκε στη σφαίρα του λαϊκισμού και η πρώτη που τον εγκατέλειψε.
Υπάρχει μια αντίληψη ότι μπορεί κάποιος να διευθύνει τους ανθρώπους, είτε γιατί τους νοιάζεται όπως ο Τσόρτσιλ είτε γιατί τους μισεί όπως ο Χίτλερ, κανείς όμως δεν μπορεί να ηγηθεί για καιρό εάν αδιαφορεί για αυτούς. Η αδιαφορία των προηγούμενων κυβερνώντων οδήγησε στην ήττα τους.
Η αδιαφορία τους αυτή τσάκισε τη μεσαία τάξη, στην οποία πρέπει κατά προτεραιότητα να προσανατολιστεί το ενδιαφέρον της νέας κυβέρνησης. Εάν λοιπόν η αδιαφορία ήταν ο λόγος που ηττήθηκε ο λαϊκισμός στη χώρα μας, τότε το ενδιαφέρον για ανακούφιση της μεσαίας τάξης, για φορολογικές ελαφρύνσεις, για τη δημιουργία νέων καλά αμειβόμενων και διατηρήσιμων θέσεων εργασίας, για προσέλκυση επενδύσεων, για μόνιμη επιστροφή μας στις αγορές, για τη δημιουργία ενός λειτουργικού, ασφαλούς και αποτελεσματικού κράτους στην υπηρεσία του πολίτη από τη σημερινή κυβέρνηση θα σημάνει την ολοκληρωτική του ήττα.
Από την έντυπη έκδοση