Γράφει ο Πάνος Αμυράς
Χθες ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε τον κ. Καραμανλή περίπου ως μειοδότη, με αφορμή μια γνωστή (από το 2005) επιστολή του τότε πρωθυπουργού προς τον διαπραγματευτή του ΟΗΕ, την οποία επανέφερε η Κουμουνδούρου σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει τη μεγάλη πολιτική φθορά που έχει υποστεί από τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ο κ. Τσίπρας πρέπει να βρίσκεται σε μεγάλη απόγνωση. Επιτίθεται στον Κώστα Καραμανλή που είχε απειλήσει με βέτο στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου το 2008 αποτρέποντας την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ ενώ ο ίδιος με την υπογραφή του στις Πρέσπες αναγνώρισε στους γείτονες «μακεδονική» γλώσσα και ταυτότητα.
Η επίθεση του Τσίπρα στον Καραμανλή ξεκίνησε από το γεγονός ότι ο πρώην πρωθυπουργός αποφάσισε να συμμετάσχει δυναμικά στην προεκλογική εκστρατεία της Νέας Δημοκρατίας και να τεθεί στο πλευρό του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ορισμένοι που αυτοαποκαλούνταν «Καραμανλικοί» αν και είχαν απομακρυνθεί εδώ και καιρό από το περιβάλλον του πρώην πρωθυπουργού, είχαν «βολευτεί» από τη σιωπή του Καραμανλή θεωρώντας την περίπου ως συναίνεση.
Τώρα οι Συριζαίοι εξαπολύουν μύδρους κατά του πρώην προέδρου της Ν.Δ. και οι άλλοι έχουν «εξαφανισθεί» από τα κοινωνικά δίκτυα. Είχαμε επισημάνει εδώ και αρκετούς μήνες ότι ο κ. Τσίπρας θα προσπαθούσε να χτυπήσει τον Καραμανλή, εφόσον αυτό εξυπηρετούσε τον πολιτικό του σχεδιασμό. Η επιλογή αυτή της Κουμουνδούρου, λίγες ημέρες πριν από τις κάλπες, φανερώνει απόγνωση και, όπως είναι φυσικό, θα έχει αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει ο κ. Τσίπρας.
Η συσπείρωση της Νέας Δημοκρατίας θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο και οι ψηφοφόροι θα αντιληφθούν την ένδεια των επιχειρημάτων της απερχόμενης κυβέρνησης.
Εκτός εάν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι οι πολίτες θα πειστούν πως ο Καραμανλής «πούλησε» τη Μακεδονία ασκώντας βέτο στο Βουκουρέστι και ο ίδιος επέδειξε εθνικά υπερήφανη στάση παραχωρώντας στις Πρέσπες όνομα, γλώσσα και ταυτότητα.
Και άλλοι πρωθυπουργοί έχασαν τις κάλπες αλλά κανείς δεν έφτασε σε αυτό το σημείο αυτοακύρωσης. Εκτός από το να κερδίζεις, πρέπει να ξέρεις και να χάνεις.
Το «έγκλημα» με το υπερπλεόνασμα
Η κυβέρνηση Τσίπρα θυσίασε την ανάπτυξη της οικονομίας για να έχει ευχαριστημένους τους δανειστές μέσω των υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων. Στο οικονομικό επιτελείο προτιμούσαν να κόβουν το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων από το να περιορίσουν την κρατική σπατάλη. Στην έκθεση νομισματικής πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος επισημαίνεται ότι μία από τις αιτίες των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν η περικοπή των δημόσιων επενδύσεων, οι οποίες μειώθηκαν σημαντικά κατά τη μακρά περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής, από 5,7% του ΑΕΠ το 2009 σε 4,4% το 2017 και 3,0% το 2018. Μάλιστα, η υπέρβαση του ετήσιου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα την τελευταία τριετία ήταν αποτέλεσμα και της επαναλαμβανόμενης περικοπής του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με την έκθεση Στουρνάρα, εάν το 2018 οι δημόσιες επενδύσεις είχαν αυξηθεί κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ σε σχέση με το 2017, αντί της μείωσης που παρουσίασαν, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2018 θα ήταν κατά 0,79% υψηλότερος από ό,τι εν τέλει καταγράφηκε. Δηλαδή αντί για ανάπτυξη 2,3% θα είχαμε πάνω από 3,2% του ΑΕΠ. Αλλά προτιμήθηκε η υπερφορολόγηση και το «τσεκούρι» στις δημόσιες επενδύσεις.
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου