Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, το βράδυ της 26ης Μαΐου, μετά τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών, είχε ανακοινώσει ότι θα επισκεφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αμέσως μετά το β’ γύρο των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, προκειμένου να υποβάλει τη παραίτησή του και να ζητήσει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Για τις 30 Ιουνίου, όπως είχε αφήσει να διαρρεύσει το Μαξίμου, αλλά και με βάση το χρονοδιάγραμμα των συνταγματικών προθεσμιών.
Λίγα 24ωρα αργότερα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Τζανακόπουλος μετέθεσε κατά μία εβδομάδα την επίσκεψη στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών για την 7η Ιουλίου, με πρόσχημα τη μη διατάραξη των πανελλαδικών εξετάσεων, όταν για τα εναπομείναντα ειδικά μαθήματα, Μουσική και Ιταλικά, τα εξεταστικά κέντρα είναι ελάχιστα και οι υποψήφιοι λιγότεροι από 1.000.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Είναι προφανές ότι ο πραγματικός λόγος της μετάθεσης της ημερομηνίας των εκλογών είναι άλλος. Δηλαδή, η απροκάλυπτη προσπάθεια της κυβέρνησης να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη, κρατώντας για λογαριασμό της την επιλογή των ανώτατων δικαστών, αλλά και να διεκπεραιώσει ρουσφέτια.
Και αυτό όταν, σύμφωνα με όλους τους κορυφαίους συνταγματολόγους, η κυβέρνηση δεν διαθέτει τη νομιμοποίηση να προχωρήσει στις τοποθετήσεις αυτές λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, δεσμεύοντας τη χώρα για τα προσεχή τέσσερα χρόνια, ενώ είναι σαφές ότι η επιλογή θα πρέπει να γίνει από την επόμενη κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή.
Τον Σεπτέμβριο του 2015 ο κ. Τσίπρας είχε παραιτηθεί και η χώρα είχε οδηγηθεί σε εκλογές με υπηρεσιακή κυβέρνηση, με πρωθυπουργό την τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Προφανώς τώρα η κυβέρνηση δείχνει ότι φοβάται τη δικαστική διερεύνηση υποθέσεων. Για αυτό μετά την οικονομία θέλει να αφήσει «καμένη γη» και στη λειτουργία των θεσμών.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου