Γράφει ο Πάνος Αμυράς
Το πρόβλημα για τον κ. Τσίπρα είναι ότι στα 4,5 χρόνια της θητείας του φόρτωσε τους φορολογούμενους με μεγάλα βάρη, τα οποία ουδείς ανέμενε το 2015. Αύξησε την άμεση και έμμεση φορολογία, ανέβασε στα ύψη τις ασφαλιστικές εισφορές, μετέτρεψε το κράτος σε μια μηχανή ασταμάτητων κατασχέσεων για να χρηματοδοτήσει την κομματική πελατεία και να βολέψει φίλους και συγγενείς, κατά τα πρότυπα του παλαιού ΠΑΣΟΚ.
Για αυτό δεν μπορεί να πείσει η κυβέρνηση όταν υπόσχεται μειώσεις στους φόρους. Για παράδειγμα, βρήκε τον ΦΠΑ εστίασης στο 13% και τον ανέβασε στο 24%. Το ίδιο ισχύει για βασικά τρόφιμα και είδη ανάγκης (δεν θα πέσουμε για τον 24% στα μακαρόνια, έλεγε το καλοκαίρι του 2015 ο κ. Φίλης), για τους φορολογικούς συντελεστές σε επιχειρήσεις, εισοδήματα και ακίνητη περιουσία, που αυξήθηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα ο κ. Τσίπρας υπόσχεται μικρές μειώσεις, σαν το ανέκδοτο του Χότζα. Αφού έβαλε πρώτα στο σπίτι του χωρικού όλα τα ζώα, μετά έβγαλε το γάιδαρο έξω για να νιώσει πιο άνετα η οικογένεια. Πολύ απλά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει ότι μπορεί να πετύχει την ουσιαστική ελάφρυνση των νοικοκυριών.
Σε ανύποπτο χρόνο, τον Φεβρουάριο του 2019, η εταιρία Pulse σε μία δημοσκόπησή της είχε θέσει το ερώτημα ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη μείωση των φόρων. Το 39% των ερωτηθέντων θεωρούσε καταλληλότερο να μειώσει τους φόρους τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το 23% τον Αλέξη Τσίπρα και το 29% κανέναν από τους δύο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, μόνο το 43% θεωρούσε τον κ. Τσίπρα καταλληλότερο για τη μείωση των φόρων ενώ ένα 19% είχε επιλέξει τον κ. Μητσοτάκη.
Σε άλλη έρευνα, της MRB, που έγινε τον περασμένο μήνα και που έδειχνε ότι το προβάδισμα της Ν.Δ. αγγίζει τις 10 μονάδες, είχαν μεγάλο ενδιαφέρον οι απαντήσεις σχετικά με τα κριτήρια ψήφου.
Το 35,6% είχε θέσει ως βασικό κριτήριο «τα θέματα οικονομίας που αφορούν την καθημερινότητα και το μέλλον», το 29% «θέματα οικονομίας για το μέλλον της χώρας», το 19,2% «εθνικά θέματα» και το 7,7% «θέματα ασφάλειας και δημόσιας τάξης».
Δεν είναι τυχαίο που ο κ. Μητσοτάκης εκκίνησε την προεκλογική εκστρατεία επιμένοντας, στη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 και στον Γιώργο Παπαδάκη, στη μείωση των φόρων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Οταν κάλεσε μάλιστα τον πρωθυπουργό να νομοθετήσουν μαζί την κατάργηση της μείωσης του αφορολόγητου ορίου, το Μαξίμου απάντησε με το βαρετά επαναλαμβανόμενο τροπάρι περί ΔΝΤ και «ασφαλιστικού Πινοσέτ». Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση για την οικονομία, τις επενδύσεις και την καθημερινότητα μόνο ωφέλιμη μπορεί να είναι για τους πολίτες, που έχουν πληρώσει ακριβά τα παραμύθια για «σκίσιμο Μνημονίων».
Ο κ. Τσίπρας άσκησε οικονομική πολιτική που λειτουργούσε υπέρ του κομματικού κράτους αλλά σε βάρος των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και των ασθενέστερων νοικοκυριών, που πληρώνουν ακριβό ΦΠΑ ακόμη και για τα ταπεινά μακαρόνια τους. Ο ίδιος δεν μπορεί να εμφανίζεται ως πρωθυπουργός των «ελαφρύνσεων». Μοιάζει τόσο αστείο το θέαμα όσο η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, κατόπιν ισπανικών εκλογών, από τους Podemos στον Σάντσεθ…
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου