Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Θα μπορούσε όμως μια σοβαρή δημοσιονομική πολιτική με ταυτόχρονα επενδυτικά μέτρα να την οδηγήσει στην ανάπτυξη. Αυτός βέβαια είναι ο δύσκολος δρόμος και για να τον διαβεί μια κυβέρνηση θα χρειαστεί να λάβει δύσκολα, αντιδημοφιλή μέτρα.
Στον αντίποδα, αυτή η εύθραυστη οικονομία θα μπορούσε να διαλυθεί εντελώς αν επιλεγεί μια επιπόλαια πολιτική, με παροχές χωρίς υπολογισμό, με προσλήψεις χωρίς μέτρο και με ρίσκα που δεν σηκώνει η τσέπη του κράτους. Αυτός όμως είναι ο εύκολος δρόμος που μπορεί να χαντακώνει την οικονομία μακροπρόθεσμα, σώζει όμως την κυβέρνηση βραχυπρόθεσμα.
Η αποτύπωση που κάνει στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρει, μεταξύ άλλων, μια σειρά από σημαντικές εστίες αβεβαιότητες που μπορεί να αποβούν μοιραίες για την οικονομία.
Οι αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων και η συνέχιση της κρίσης στις σχέσεις Ε.Ε.-Ιταλίας είναι μερικές από αυτές. Για αυτά τα προβλήματα βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει και πολλά, εκτός από το να φυλάει τα νώτα της και να λαμβάνει έξτρα μέτρα ασφαλείας. Ομως κάνει ακριβώς τα αντίθετα.
Η άκρατη εκλογολογία και οι υποσχέσεις διορισμών και αυξήσεων δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιστρέψεις στις διεθνείς αγορές με τις δυνάμεις σου. Βασικά είναι ο χειρότερος τρόπος και οδηγεί οπουδήποτε αλλού εκτός από την καθαρή έξοδο με βιώσιμους όρους, που θα ωφελούσε και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
«Το ενδεχόμενο μιας βραδύτερης από την αναμενόμενη αύξησης των επενδύσεων το 2019, σε συνδυασμό με μία ταχύτερη επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης για τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης για το επόμενο έτος», επισημαίνει η έκθεση ενώ χτυπάει και το καμπανάκι κινδύνου, χαρακτηρίζοντας ως σημαντική πηγή αβεβαιότητας την κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις.
Μάλιστα επισημαίνει αυτό που ήδη έχει επισημανθεί από πολλούς νομικούς ότι η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών στα ειδικά μισθολόγια είναι μεν προσαρμογή στη συνταγματική νομιμότητα, ωστόσο «προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο».
Αν σε αυτό προσθέσουμε ότι είμαστε σε εκλογικό χρόνο, άρα ο δημόσιος πολιτικός λόγος είναι λόγος προεκλογικός, συν τις αναταράξεις που προκαλούν υποθέσεις όπως της Folli Follie και της «Χρυσής Βίζας» σε Κινέζους, τότε καταλαβαίνουμε ότι το μίγμα είναι εκρηκτικό. Και όταν ήδη η χώρα έχει επιδεινώσει τη θέση της στην ανταγωνιστικότητα (έπεσε πέντε θέσεις από το 2017), η έλλειψη πολιτικής σοβαρότητας μπορεί να αποβεί μοιραία.
Οπως μάλιστα το θέτει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού πρέπει να αποφεύγονται «φαινόμενα δημοσιονομικής ανευθυνότητας, χειραγώγησης αγορών και μονοπωλιακές καταστάσεις».
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]