Γράφει ο Ιωάννης Γεωργίου Σαρίδης*
Δεν μπορείς ένα ελεύθερο μυαλό, όπως είναι το παιδικό, να το αντιμετωπίζεις με απειλές, φοβέρες και εκβιασμούς εκτός αν είσαι διατεθειμένος να ασκήσεις βία, οπότε είσαι για τα σίδερα. Αν δεν σκοπεύεις να καταφύγεις σε κάποια μορφή βίας, τότε πρέπει να προετοιμαστείς, να βρεις τί θα απαντήσεις στο παιδί που κάποια στιγμή θα σηκωθεί όρθιο και θα σου πει: “Δεν ακούω. Και τί θα μου κάνεις;” Είναι πολύ σημαντικό να προσέξεις καλά το τί θα του πεις τότε…
Η πηγή της ελευθερίας μας βρίσκεται στις σκέψεις μας. Για να είσαι ελεύθερος πρέπει πρώτα να μάθεις να σκέφτεσαι όπως οι ελεύθεροι άνθρωποι. Η ελευθερία όμως είναι δύσκολο πράγμα. Δημιουργεί μπελάδες κυρίως γιατί εκτός από το να σκέφτεσαι ελεύθερα, σε κάνει να θες και να …μιλάς ελεύθερα! Να ρωτάς απαράδεκτα πράγματα…
Τα μεγαλύτερα προβλήματα -όπως είναι γνωστό- δημιουργούνται πάντα εξαιτίας μιας… απλής παρεξήγησης. Για παράδειγμα, είναι άλλο πράγμα να μιλάς ελεύθερα και άλλο πράγμα να μιλάς όπως αρμόζει σε έναν πραγματικά ελεύθερο άνθρωπο. Αυτή η μικροπαρεξήγηση προκαλεί πολλά δυσάρεστα. Ευθύνεται για το γεγονός πως πολλοί περνάνε την ευγένεια για αδυναμία και μπερδεύουν το θράσος με το θάρρος, την ασέβεια με την ελεύθερη έκφραση, την αισχρότητα με την τέχνη, τον εθνικισμό με τον πατριωτισμό, το κόμμα με την χώρα και πολλά πολλά άλλα… Η ποιότητα δε του διαλόγου που διεξάγεται σε μια κοινωνία κατά την αναπόφευκτα μόνιμη αναζήτηση αυτών των ορίων -για το που τελειώνει το ένα και που αρχίζει το άλλο- τελικά επηρεάζει σημαντικά το επίπεδο του πολιτισμού της.
Δυστυχώς εμείς εδώ στην Ελλάδα μας έχουμε μεγάλο πρόβλημα με το να κάτσουμε γύρω από ένα τραπέζι και να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση. Και για αυτό στο τέλος πάντα μένουν πολλές οι αναπάντητες ερωτήσεις. Αρπαζόμαστε εύκολα, γρήγορα παρεξηγιόμαστε και σπάνια καταλήγουμε κάπου, σε ένα συμπέρασμα. Έχουμε ξεχάσει τί σημαίνει επιχείρημα και μάθαμε να φωνάζουμε. Και αντί οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να πρωτοστατήσουν στην προσπάθεια να ανατραπεί αυτή η άθλια κατάσταση που ρημάζει την πατρίδα μας, εκείνες επιλέγουν την αδιαλλαξία και την φαγωμάρα, προπαγανδίζοντας το κακό παράδειγμα της πόλωσης και του διχασμού. Ο καθένας λέει τα δικά του, απευθύνεται στο δικό του ακροατήριο και από εκεί και πέρα ας πάνε να πνιγούνε οι άλλοι, οι κακοί (που συνήθως είναι όλοι οι υπόλοιποι).
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Αποτέλεσμα αυτής της απελπιστικής κατάστασης είναι να μην μπορεί κανείς πολίτης πια να βγάλει εύκολα άκρη για κανένα θέμα, να μην βλέπει φως στο τούνελ, να χάνεται το νόημα για αυτόν και τελικά να ενισχύονται η αδιαφορία, η αποστασιοποίηση και η αποχή από τα κοινά.
Αναρωτιέμαι συχνά πόσες να είναι άραγε οι ερωτήσεις που έχουν μείνει αναπάντητες στον ελληνικό λαό γύρω από τα όσα έγιναν τα τελευταία δέκα χρόνια στην χώρα μας εξαιτίας της ανεπάρκειας του εγχώριου πολιτικού συστήματος να ενισχύσει τις δημοκρατικές διαδικασίες. Τελικά γιατί έγιναν όλα αυτά; Φταίγαμε; Τα φάγανε τα λαμόγια; Σώσαμε τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες; Ποιοί τα φάγανε; Μόνο ο Τσοχατζόπουλος έφαγε; Μας εκβιάσανε οι ξένοι; Με ποιά απειλή; Και τελικά υποκύψαμε; Τί δώσαμε; Παλεύεται το πράγμα; Σε τί κατάσταση βρισκόμαστε; Τί μπορούμε να κάνουμε; Αν για να επιβληθούν τα μνημόνια χρειάστηκαν 225 βουλευτές, πόσοι άραγε να χρειάζονται για να ανατρέψουν τις συνέπειες τους;
Αρκούν και λιγότεροι από 151 βουλευτές για να διαχειρίζονται την εφαρμογή των μνημονίων; Τί γίνεται στα Βαλκάνια; Έρχεται πόλεμος; Τί θα γίνει με τους Τούρκους; Θα την πέσουν στην Κύπρο; Και εμείς τί θα κάνουμε; Το ΝΑΤΟ τί θα κάνει; Με το προξενείο στη Θράκη τί θα γίνει; Στα σοβαρά θα δώσουμε το όνομα στους Σκοπιανούς; Στην Θεσσαλονίκη δε έχουμε και μερικές παραπάνω απορίες, σπέσιαλ ειδικά για εμάς. Από πού έρχεται αυτή η μπόχα; Τί σκεφτόταν αυτός που έφτιαξε την γέφυρα που καταλήγει στο πουθενά; Για το μετρό πάντως τις ερωτήσεις τις κόψαμε εδώ και πολύ καιρό και αρχίσαμε τα ανέκδοτα.
Για όσο καιρό δεν βρίσκουμε τον τρόπο να συνεργαστούμε ως Έλληνες, τόσο θα συνεχίζουμε να αφήνουμε εκτεθειμένη την Ελλάδα μας σε εξαιρετικά μεγάλους κινδύνους και ευάλωτη σε εκβιασμούς και απειλές. Οφείλουμε λοιπόν να ξεκινήσουμε άμεσα να δίνουμε ειλικρινείς, ομόφωνες και ξεκάθαρες απαντήσεις σε απλά πολιτικά ερωτήματα. Και αφού καταλήξουμε στο τί έγινε, στο τί μας συνέβη, τί πάθαμε, τότε θα φτάσουμε κάποια στιγμή και στο τί θα κάνουμε. Το τί είναι αντικειμενικά καλό δεν είναι δύσκολο να εντοπισθεί με δημοκρατικές διαδικασίες. Για παράδειγμα όλοι συμφωνούμε αυτή τη στιγμή πως οι συντάξεις δεν πρέπει να κοπούν. Όλοι ξέρουμε ότι αυτό θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα για χιλιάδες συμπολίτες μας. Γιατί δεν δίνουμε μέσω του Κοινοβουλίου την εξουσιοδότηση στον κύριο Τσίπρα να πάει και να τους πει ότι μιλάει εκ μέρους και των 300, όταν λέει ότι δεν πάει άλλο για αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα των συντάξεων; Γιατί δεν μπορούμε να νομοθετήσουμε -ενώ υπάρχει απόλυτη κοινοβουλευτική ομοφωνία- το δικαίωμα του δανειολήπτη να προηγείται των αρπακτικών; Γιατί πουλάμε τα πάντα; Γιατί δεν έχουμε εθνικές θέσεις στα εθνικά θέματα;
Γιατί αν απαντηθούν με ειλικρίνεια όλες οι ερωτήσεις, τότε το μόνο που θα μένει να μάθουμε είναι το ποιός θα είναι ο επόμενος που θα έρθει να εκβιάσει την χώρα μας και το πότε. Και τότε θα χρειαστεί να αναλογιστούμε καλά το τί πρέπει να απαντήσουμε, γιατί αν δεν πούμε όλοι το ίδιο…
*Ο Ιωάννης Γεωργίου Σαρίδης είναι βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης με την Ένωση Κεντρώων
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]