Γράφει ο Γιώργος Κουμπαράκης
Στις 4 Δεκεμβρίου του 2000, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, καθιερώνεται για 1η φορά η Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων, η οποία πρωτογιορτάσθηκε στις 20 Ιουνίου 2001, με αφορμή τα 50 χρόνια από την υπογραφή της «Συνθήκης για το καθεστώς των προσφύγων».
Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων λοιπόν διαβάζω πως σύμφωνα με την έκθεση της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, που δημοσιεύτηκε στις 19 Ιουνίου 2017, το 2016 υπήρχαν 65,6 εκατομμύρια αναγκαστικά εκτοπισμένοι παγκοσμίως, σχεδόν 300.000 περισσότεροι από την προηγούμενη χρονιά. Από αυτούς, τα 22,5 εκατομμύρια είναι πρόσφυγες, τα 40,3 εκατομμύρια εσωτερικά εκτοπισμένοι (Συρία, Ιράκ) και 2,8 εκατομμύρια οι αιτούντες άσυλο.
Σε μια εποχή ανισοτήτων και ανικανοτήτων οι παράγοντες που απειλούν τους πρόσφυγες πολλαπλασιάζονται ραγδαία. Οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις δημιουργούν μια και μοναδική επιλογή, αυτή της αναζήτησης μιας καλύτερης τύχης. Και ακόμη και αν καταφέρουν να γλιτώσουν από τον πόλεμο της στεριάς έρχονται αντιμέτωποι με τον «πόλεμο» της θάλασσας και ακόμη και εάν καταφέρουν τελικά να επιβιώσουν, δεν καταφέρνουν – στην πλειονότητά τους- να συνεχίσουν το ταξίδι τους επειδή τα σύνορα του προορισμού τους έχουν κλείσει.
Το προσφυγικό κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή επικαιρότητα το 2015 και έκτοτε άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο γινόμαστε αποδέκτες της κακοδιαχείρισης πρωτίστως σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στη συνέχεια σε εθνικό κυβερνητικό επίπεδο ως προς την αποτελεσματική αντιμετώπιση του ζητήματος.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, χρειαζόμαστε μια πολιτική αντίδραση. Από τη μια πλευρά οι αιτούντες άσυλο, οι οποίοι όλο και πιο συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με τείχη ή με ξενοφοβικές συμπεριφορές. Από την άλλη πλευρά, οι τοπικές κοινωνίες έρμαια της κακοδιαχείρισης και αδιαφορίας των σημερινών κυβερνόντων, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα και καταλήγουν να παρασύροντα από ακραίες λογικές που εκκολάπτονται εκεί όπου απουσιάζει η λύση και κυριαρχεί το πρόβλημα.
Προσωπικά, το όλο θέμα το βλέπω ως αίτημα κάποιων ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιστρέψουν στις χώρες τους εξαιτίας απολύτως δικαιολογημένου φόβου δίωξης, με βάση τη φυλή, τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, το θρήσκευμα, την εθνικότητά τους και αναζητούν μια καλύτερη τύχη.
Ιδεολογικά, θεωρώ πως είναι καθήκον μας, με βάση τον πολιτισμό µας και τον ανθρωπισμό που διαχρονικά διέπει την Ελλάδα και τους Ελληνες, να σεβαστούμε ανθρώπινες ζωές. Και, πρακτικά, θεωρώ πως ίσως τελικά είναι η αδυναμία της Γηραιάς Ηπείρου να αντιληφθεί εγκαίρως πως το προσφυγικό είναι ένα συνολικό ευρωπαϊκό ζήτημα που κάνει τη λύση του να μοιάζει με άπιαστο όνειρο.
Συνοψίζοντας, παρατηρώ πως η Γηραιά Ηπειρος, ως προς το προσφυγικό ζήτημα, βρίσκεται στο σημείο μηδέν! Η πρόκληση με την οποία έρχεται αντιμέτωπη είναι το αν θα καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα ή αν θα παρασυρθεί σε μια πτώση δίχως τέλος. Προκειμένου να αποφύγει την ατέρμονη πτώση, η ευρωπαϊκή οικογένεια θα πρέπει να υιοθετήσει μια συνολική και δίκαιη λύση. Και για να είναι συνολική και δίκαιη πρέπει να αφορά σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και να είναι ανάλογη µε το µέγεθος και την οικονοµική δυνατότητα της κάθε χώρας.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]