Γράφει ο Γιάννης Ευαγγελίδης
Γιατί είναι βέβαιο ότι ουδείς θα σταθεί στις υποσημειώσεις και στους αστερίσκους. Οτι δηλαδή η «μακεδονική» γλώσσα ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική. Και ότι οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρονται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά.
Αυτά, όπως αντιλαμβάνεστε, θα ξεχαστούν και το μόνο που θα μείνει είναι ότι οι Σκοπιανοί θα λέγονται από όλους πλέον «Μακεδόνες», που μιλούν τη «μακεδονική» γλώσσα. Αυτό ήταν το μεγάλο επίτευγμα της μυστικής διπλωματίας του κ. Τσίπρα και του κ. Κοτζιά, που από την αρχή επέμεναν ότι αυτοί θα έδιναν λύση σε ένα ζήτημα που εκκρεμούσε επί δεκαετίες. Να δώσουν στους γείτονες όνομα, γλώσσα και ταυτότητα, μαζί με όλες τις συνέπειες που θα έχουν όλα αυτά για την Ελλάδα σε διεθνές επίπεδο, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας μας.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Οχι μόνο για τα ελληνικά, μακεδονικά προϊόντα με ονομασία προέλευσης που θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα. Εδώ δεχθήκαμε να αλλάξουμε ακόμα και τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, ώστε να διδάσκονται τα Ελληνόπουλα ότι οι πολίτες της «Βόρειας Μακεδονίας» είναι «Μακεδόνες» και μιλούν τη «μακεδονική» γλώσσα.
Μπορεί οι πιέσεις του διεθνούς παράγοντα να ήταν ισχυρές, αλλά σε καμία περίπτωση υποσχέσεις όπως αυτή για πιθανή ρύθμιση του χρέους δεν μπορούν να λειτουργούν συμψηφιστικά με ένα τόσο ευαίσθητο εθνικό θέμα και να δικαιολογήσουν μια εθνική ήττα.
Η κυβέρνηση της πρώτης φοράς Αριστερά αποδεικνύεται ο καλύτερος συνεργάτης των ξένων, όπως είχε την ευκαιρία να αναγνωρίσει στο τέλος ακόμα και ο Σόιμπλε. Που αρχικά είχε «τρομάξει» από την τραγελαφική διαπραγμάτευση Τσίπρα – Βαρουφάκη του πρώτου εξαμήνου, αλλά αργότερα διαπίστωσε ότι ο σημερινός πρωθυπουργός περνούσε τα πιο βαριά Μνημόνια που δεν θα διανοούνταν καν οι προηγούμενοι που ο κ. Τσίπρας κατήγγειλε.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]