Γράφει ο Γιάννης Ευαγγελίδης
Γιατί επισήμως από την ελληνική κυβέρνηση τηρείται σιγή ιχθύος, πέραν της αισιοδοξίας που εκφράζεται από τον υπουργό Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σε λύση.
Και εδώ ακριβώς συνίσταται το βασικό πρόβλημα, από το οποίο ξεκινούν όλα. Αντί να βιάζονται τα Σκόπια να κλείσουν το θέμα, δείχνοντας καλή θέση και εγκαταλείποντας τις αλυτρωτικές διαθέσεις τους, το παράδοξο είναι ότι αυτή που επιδεικνύει ιδιαίτερη σπουδή είναι η ελληνική πλευρά. Αλλά, όσο κι αν υπάρχουν οι πιέσεις του αμερικανικού παράγοντα, της Γερμανίας ή οποιουδήποτε άλλου, η στάση των κ.κ. Τσίπρα – Κοτζιά δεν μπορεί εύκολα να εξηγηθεί.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Αντιθέτως, βλέπουμε την κυβέρνηση Ζάεφ να μεταθέτει για αργότερα την αλλαγή του σκοπιανού Συντάγματος που υποκρύπτει αλυτρωτισμό και τον πρόεδρο της ΠΓΔΜ, Ιβάνοφ, να μην αποδέχεται το erga omnes, δηλαδή μια ονομασία έναντι όλων. Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος και να τους παραχωρήσουμε ένα σύνθετο όνομα που θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία» (αυτό είναι το μόνο βέβαιο μέχρι τώρα), αλλά και να χρησιμοποιείται από τους Σκοπιανούς μόνο αυτό που θέλουν οι ίδιοι.
Ακόμα χειρότερα φαίνεται πως είναι τα πράγματα εάν ισχύουν οι διαρροές σύμφωνα με τις οποίες η κυβέρνηση Τσίπρα έχει αποδεχθεί τη «μακεδονική» γλώσσα και «ταυτότητα» των Σκοπιανών. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ψευδώνυμη γλώσσα που φέρει παραπλανητικά την ονομασία «μακεδονική» χωρίς να έχει καμία σχέση με την ελληνική γλώσσα, όπως έχει αποδείξει επιστημονικά και ο Γ. Μπαμπινιώτης, ενώ ούτε η υποτιθέμενη «ταυτότητα» προκύπτει ιστορικά από πουθενά.
Με άλλα λόγια, επιχειρείται μια «σαλαμοποίηση» του λεγόμενου Μακεδονικού Ζητήματος επί τη βάσει των σκοπιανών επιδιώξεων και εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Γιατί, εάν ισχύουν όσα ακούμε και διαβάζουμε, η Ελλάδα μόνο να χάσει έχει από μια τέτοια συμφωνία.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής