Γράφει ο Γιώργος Κουμπαράκης
Σε μια χώρα η οποία σφύζει από κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, η νέα γενιά έχει γυρίσει την πλάτη της σε όλα εκείνα που την αφορούν άμεσα και το κυριότερο στον τομέα εκείνο που διαμορφώνει τα όσα την αφορούν άμεσα, την πολιτική! Η ανεργία, οι διάφορες μορφές κοινωνικών ανισοτήτων και η συχνή πλέον εμπειρία της επαγγελματικής απόρριψης, δημιούργησαν ένα περιβάλλον ατέρμονης απογοήτευσης και μειωμένων προσδοκιών.
Με αποτέλεσμα οι νέες γενιές να πάψουν να αγωνίζονται, να διεκδικούν, να ονειρεύονται και να πιστεύουν πως η κατάσταση μπορεί και πρέπει να αλλάξει! Οι ακραίες σκέψεις διαδέχονται η μία την άλλη και οι απαξιωτικές συμπεριφορές προς όλους και προς όλα είναι το σύγχρονο πρόσωπο της απάθειας αλλά και το πρόσωπο μιας ολόκληρης γενιάς.
Εχουν όμως κάθε δίκιο να αποστρέφονται πολιτικές οι οποίες υποθηκεύουν τα όνειρά τους στο διηνεκές. Παραγνωρίζουν όμως ότι αυτό το δίκιο δίνει χώρο στην ανικανότητα να επανεμφανιστεί ως ευκαιρία παραγκωνίζοντας ταυτόχρονα τις όποιες δυνάμεις προοπτικής! Η δυνατότητα διαμόρφωσης ενός καλύτερου αύριο είναι άμεσα συνυφασμένη με την ενασχόληση και τη συμμετοχή σε όλα αυτά που η σημερινή γενιά αποστρέφεται και κυρίως με την πολιτική. Η παρατεταμένη αποστροφή οδηγεί στην ολοκληρωτική αδιαφορία.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Και η ολοκληρωτική αδιαφορία είναι διαμορφωτής κοινωνικής, οικονομικής και εθνικής παρακμής. Ας πάμε όμως με το μέρος μιας ολόκληρης γενιάς που βρίσκεται σε αναμονή. Σε αναμονή για να αποδείξει ότι αξίζει, ότι το ’χει, ότι το μπορεί! Μιας γενιάς που θεωρεί τον εαυτό της απροετοίμαστο και μιας γενιάς που ούτε θέλει να ακούει για συμμετοχή και ενασχόληση αλλά ούτε καν για πειραματισμό με την πολιτική. Η άποψη μιας ολόκληρης γενιάς για την πολιτική συνοψίζεται στη φράση «Αντε και ασχοληθήκαμε και λοιπόν; Τι θα κερδίσουμε;».
Και κάπου εδώ την απάντηση έρχεται να δώσει ο άνθρωπος τον οποίο οι αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν ότι ανέλαβε απροετοίμαστος την προεδρία. Ο άνθρωπος ο οποίος υποστήριζε ότι «είναι κοινή λογική να υιοθετείς μια μέθοδο και να τη δοκιμάζεις. Αν αποτύχει, παραδέξου το ειλικρινά ότι απέτυχε και δοκίμασε κάτι άλλο. Αλλά, πάνω απ’ όλα, δοκίμασε κάτι». Ο άνθρωπος των ΗΠΑ που διένυαν τον τέταρτο χρόνο της ύφεσης. Των ΗΠΑ στις οποίες η ανεργία είχε φτάσει στο 25% (1933).
Οι πλειστηριασμοί στις αγροτικές περιοχές χτυπούσαν κόκκινο και σε κάποιες περιοχές οι αγρότες είχαν πάρει τα όπλα. Των ΗΠΑ τότε που οι άνθρωποι σχημάτιζαν ουρές στις τράπεζες για να τραβήξουν τις καταθέσεις τους. Πίσω σε εκείνες τις μαύρες στιγμές και πιο συγκεκριμένα στις τέσσερις Μαρτίου το 1933, στην τελετή ορκωμοσίας του που έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον, χιλιάδες άνθρωποι είχαν μαζευτεί στην ανατολική πλευρά του Καπιτωλίου για να παρακολουθήσουν την ορκωμοσία του 32ου προέδρου των ΗΠΑ Φραγκλίνου Ρούζβελτ και να ακούσουν την ομιλία του. Τη στιγμή εκείνη ήταν που στην πρώτη του μετεκλογική ομιλία είπε: «Πρώτα απ’ όλα επιτρέψτε μου να διατυπώσω τη βαθιά μου πεποίθηση ότι το μόνο πράγμα που έχουμε να φοβηθούμε είναι ο φόβος, ο ανώνυμος, άλογος, αδικαιολόγητος τρόμος που παραλύει τις αναγκαίες προσπάθειες για να μετατρέψουμε την οπισθοδρόμηση σε πρόοδο».
Κλείνοντας σκέφτομαι πως μέσα από την κατανόηση των κοινών μας φόβων και μέσα από τη μετατροπή της άγονης περιφρόνησης σε γόνιμη, ίσως τελικά να καταφέρουμε να υπερβούμε τον εαυτό μας και να τον ξαναπλάσουμε.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]