Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Ο προκλητικός, εκκεντρικός, εκνευριστικός, χιουμοριστικός, ακατανόητος, απαράδεκτος ή ευφυής -όλοι οι χαρακτηρισμοί δεκτοί- δημόσιος λόγος του Κώστα Ζουράρι ήταν γνωστός από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στο 4%. Και ακόμα πιο παλιά. Αν εξαιρέσουμε τη βαθιά μόρφωση και τη suis generis προσωπικότητά του, δεν είχε ποτέ διακριθεί για τις πολιτικές του ικανότητες, εκτός και αν θεωρήσουμε σταθμό στην Πολιτική Ιστορία του τόπου το κόμμα Πυρίκαυστος Ελλάδα και το Πανελλήνιο Μακεδονικό Μέτωπο.
Ηταν δεδομένο πως ο Κώστας Ζουράρις θα έκανε από τη θέση του υφυπουργού Παιδείας -και από οποιοδήποτε άλλο υπουργείο- περισσότερο ντόρο παρά δουλειά. Πριν προσβάλει τους φιλάθλους του Ολυμπιακού και του Αρη είχε προσβάλει τους μαθητές. «Δεν είναι απαραίτητο να πηγαίνουν στο μπορντέλο τις τρεις αυτές ημέρες, να πηγαίνουν πριν και μετά. Να κάτσουν στο ξενοδοχείο και να διαβάζουν». Πριν από τους μαθητές, είχε προσβάλει όσους λένε τον Κάστρο δικτάτορα. «Μαλάκες είναι». Πριν από αυτούς, είχε προσβάλει την κοινή λογική. «Και να χάσουμε μερικά νησιά δεν πειράζει. Τα νησιά θα τα ξαναπαίρνουμε πάντοτε. Τη γλώσσα έχει σημασία να μη μας πάρουν». Και όταν για πρώτη φορά είχε απαγγείλει δημοσίως το «βουντού βουντού» -πέρσι στον ΣΚΑΪ στην εκπομπή του Κ. Μπογδάνου- είχε πει μετά πως «τα συνθήματα που βγάζουν στην εξέδρα οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είναι απλούστατα αριστουργήματα για ανθολόγιο». Ποιος εξεπλάγη λοιπόν;
Η παραίτηση που υπέβαλε στον «ερίδματο πρωθυπουργό» και το αν αυτή θα γινόταν αποδεκτή πριν ή αφού θα ψήφιζε το πολυνομοσχέδιο λίγη έχουν σημασία. Ακόμα λιγότερη σημασία έχουν οι «τριγμοί» στην Κοινοβουλευτική Ομάδα των ΑΝ.ΕΛ. και το αν ο κ. Ζουράρις θα παραμείνει βουλευτής του κόμματος ή θα ανεξαρτητοποιηθεί. Αυτό που πραγματικά μετράει είναι τα κριτήρια με τα οποία ένας πρωθυπουργός επιλέγει τους υπουργούς του. Και, κυρίως, τα κριτήρια με τα οποία τους κρατάει.
Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου