Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Αγνοια μεγάλη για τις αγορές επιδεικνύει και ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος κατά την προεκλογική περίοδο του Ιανουαρίου του 2015 δήλωνε με βεβαιότητα ότι «θα βαράει τα νταούλια και θα χορεύουν οι αγορές».
Λίγους μήνες αργότερα, η Ελλάδα βρέθηκε στα πρόθυρα του Grexit και τα επιτόκια του Δημοσίου είχαν φτάσει στο 25%, πιο πάνω και από τις αφρικανικές χώρες. Πρώτα όμως καταθέσεις άνω των 40 δισεκατομμυρίων ευρώ είχαν φύγει από το πιστωτικό σύστημα, ενώ η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση που έγινε μετά το δημοψήφισμα και τα capital controls χάρισε κυριολεκτικώς αντί πινακίου φακής τον έλεγχο των συστημικών τραπεζών σε ξένα funds.
Οι απώλειες του Ελληνικού Δημοσίου από τη συρρίκνωση των μεριδίων του στο πιστωτικό σύστημα αλλά και από τη χρηματιστηριακή κατάρρευση των τιμών των μετοχών τους ήταν πάνω από 8 δισ. Κερδισμένοι και πάλι οι «γύπες» των αγορών, όπως κάποτε τους αποκαλούσε ο κ. Τσίπρας, ο οποίος διαπίστωσε ότι όσο κι αν χτυπάει τα νταούλια, έχουν τους δικούς τους κανόνες.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Δυστυχώς ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη. Η χθεσινή του δήλωση ότι «η κυβέρνηση δεν θεωρεί πως η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάκαμψη της Ελλάδας» είναι άστοχη, προδίδει τουλάχιστον αφέλεια και ταυτόχρονα οπλίζει τα κερδοσκοπικά κεφάλαια.
Ξεπερνούμε το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας μόλις τον περασμένο Ιούλιο υπογράμμιζε τη σημασία που έχει για τη χώρα μας η ένταξη στο QE, προκειμένου η Ελλάδα «να γίνει πόλος επενδύσεων». Προφανώς αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να προλάβει το πρόγραμμα της ΕΚΤ, που μάλλον θα ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο του 2019 και, όπως είναι γνωστόν σε όλους, «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».
Ομως τώρα που μπαίνουμε στην τελική φάση του τρίτου Μνημονίου και η χρηματοδότηση από τους δανειστές ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2018, η τοποθέτηση του κ. Τσίπρα ότι δεν χρειαζόμαστε το φθηνό χρήμα του Ντράγκι αφαιρεί από τη χώρα μία μελλοντική εναλλακτική επιλογή δανειοδότησης και αφήνει το Δημόσιο απολύτως εξαρτώμενο από τις αγορές.
Η ένταξή μας στο QE έπρεπε να είναι κεντρική επιλογή της κυβέρνησης. Οχι μόνο γιατί μπορεί να χρηματοδοτηθεί η οικονομία μας με επιτόκια της τάξης του 1,5% με 2%, αλλά γιατί με αυτό τον τρόπο τα «γεράκια» των αγορών θα γνωρίζουν ότι η Ελλάδα έχει μία σοβαρή πηγή χρηματοδότησης, που μειώνει το επενδυτικό ρίσκο και κατ’ επέκταση πιέζει προς τα κάτω τα επιτόκια δανεισμού. Οταν η Πορτογαλία και η Ιταλία εντάχθηκαν στο QE, είχαν φτάσει στο σημείο να δανείζονται με μηδενικά επιτόκια ακριβώς γιατί είχε εκλείψει το ρίσκο για τα ομόλογά τους.
Πρώτα εντάσσεσαι στο πρόγραμμα του Ντράγκι ώστε να σταλεί ένα μήνυμα ασφάλειας σε όλους και μετά προσφεύγεις με εκδόσεις ομολόγων στις αγορές. Απλούστατο για όλους.
Εάν απεμπολήσουμε την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, το ρίσκο για την Ελλάδα ανεβαίνει σε μεσοπρόθεσμη βάση και τα ομόλογα του Δημοσίου θα τιμολογηθούν ακριβότερα, ιδίως όσο θα πλησιάζουμε τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιες περιπτώσεις ψάχνουν οι «τοκογλύφοι» των αγορών για να χρησιμοποιήσουμε άλλον έναν αγαπημένο όρο των συριζαίων.
Για αυτό απαιτείται άμεση επανόρθωση από τον πρωθυπουργό και προσπάθειες από όλο το οικονομικό επιτελείο προκειμένου να ενταχθούμε στο QE πριν από το καλοκαίρι. Γιατί τότε η προσφυγή στις αγορές θα είναι η μόνη χρηματοδοτική επιλογή, τα επιτόκια θα παραμείνουν σε επίπεδα μεταξύ 4,5% και 5%, καθώς δεν θα υπάρχει η εναλλακτική του Ντράγκι, και μεγάλοι κερδισμένοι θα είναι οι «παίκτες» των αγορών. Α, και οι σύμβουλοι τύπου Rothschild που αμείβονται με προμήθειες για κάθε έκδοση σειράς ομολόγων.
O Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου