Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Είναι αλήθεια πως η χώρα του Γκάντι δεν γνώρισε στρατιωτικές δικτατορίες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Υπήρξαν τομείς όπου έκανε άλματα. Φεύγοντας π.χ. οι Αγγλοι το 1947 άφησαν το προσδόκιμο ζωής στα 32 χρόνια.
Σήμερα έχει ανεβεί στα 68. Το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε από 20 σε 5.500 λίρες (με τεράστια βέβαια ανισοκατανομή) το 97% των χωριών απέκτησαν ηλεκτρικό και το 74% ενός πληθυσμού περίπου χιλίων εθνοτήτων, που μιλάει 20 κύριες γλώσσες, έμαθαν γραφή και ανάγνωση. Τον καιρό του Γκάντι οι εγγράμματοι δεν ξεπερνούσαν το 12%.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Η Ινδία μιας ελίτ 300 εκατομμυρίων ανεβάζει συνεχώς το βιοτικό της επίπεδο, ασχολείται με τις τράπεζες και τη νέα τεχνολογία, στέλνει δορυφόρους στο Διάστημα, κατασκευάζει πυρηνικά, τροφοδοτεί την παγκοσμιοποίηση. Υπάρχουν όμως και 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι (ένας στους εφτά κατοίκους της Γης) που ζουν σε μικρότερη ή μεγαλύτερη εξαθλίωση.
Αυτά θεωρούνται φυσιολογικά σε μια τόσο αντιφατική χώρα, με το σκληρότερο μάλιστα κοινωνικό απαρτχάιντ στον κόσμο (τις κάστες). Το στενόχωρο για μια νέα γενιά σκεπτόμενων Ινδών, που αγαπάνε τη χώρα τους και θέλουν την πρόοδό της, δεν είναι τόσο τα κοινωνικά τείχη και ο βαθύς μισογυνισμός, αλλά η εγκατάλειψη της ανεξίθρησκης και πολιτικά ανεκτικής κληρονομιάς του Γκάντι, υπέρ ενός ελαύνοντος εθνικιστικού και ρατσιστικού λόγου, στα όρια του φασισμού.
Εκφραστής του ο Ινδός πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, νεοφιλελεύθερος οικονομικά και συνάμα εκφραστής του σκληρού ινδουιστικού εθνικισμού, που ανέχεται -αν δεν προπαγανδίζει- τη βία κατά μουσουλμάνων, χριστιανών και των μετριοπαθών ινδουιστών της χώρας.
«Κάποτε η πόλη μου, το Μουμπάι (σ.σ. οικονομική πρωτεύουσα της Ινδίας, με 20 εκατομμύρια ψυχές), ήταν υπόδειγμα συνύπαρξης φυλών και θρησκειών. Σήμερα έχει γίνει ένα συνονθύλευμα από γκέτο», έγραψε ενδεικτικά στην «Guardian» o Ινδός συγγραφέας, Μιχίρ Μπόζε.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου