Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Αυτό όμως δεν ισχύει για κάτι που είναι πιο σημαντικό από την τσέπη μας: για την Παιδεία. Κάθε λανθασμένη επιλογή, από έναν κακό νόμο μέχρι ένα κακό σχολικό βιβλίο, υποσκάπτει την εθνική μας υπόσταση σε βάθος χρόνου. Διότι πολύ απλά όταν δεν έχεις εκπαιδευμένους πολίτες, έχεις πολίτες μειωμένων απαιτήσεων και κατ’ επέκταση κυβερνήσεις περιορισμένης ευθύνης.
Η ανακοίνωση των βάσεων και φέτος, με τις συνήθεις αυξομειώσεις των σχολών και τα ακόμα πιο συνήθη ρεπορτάζ για τους πρώτους των πρώτων, ανέδειξε για άλλη μια φορά τις χρόνιες παθογένειες του συστήματος. Μία από αυτές τις επισήμανε σωστά ο υπουργός Παιδείας στις πρώτες του δηλώσεις αμέσως μετά την ανάρτηση των βάσεων: «Με το υπάρχον σύστημα μόλις το 20% των μαθητών καταφέρνει να περνά στις 5 πρώτες σχολές της προτίμησής του, ενώ το 18% περνά με βαθμολογία κάτω από τη βάση».
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Δηλαδή έχουμε νέους ανθρώπους που, αν και έγραψαν πολύ καλά, σπουδάζουν κάτι άλλο από αυτό που θέλουν και ονειρεύτηκαν, επειδή μειώθηκαν οι θέσεις των εισακτέων μιας συγκεκριμένης ειδικότητας. Φέτος, για παράδειγμα, μειώθηκαν οι θέσεις γιατρών και αυξήθηκαν οι θέσεις θεολόγων, χωρίς αυτό να υπακούει σε κάποια κοινωνική ανάγκη, παρά μόνο στις αντικειμενικές δυσκολίες που έχουν οι σχολές. Π.χ. έλλειψη καθηγητών και εργαστηριακών υποδομών. Από την άλλη, έχουμε νέους σπουδαστές που θα καθίσουν στα έδρανα των ΑΕΙ ή ΤΕΙ έχοντας βασικές ελλείψεις και βαθμολογίες που θυμίζουν Σιβηρία.
Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο μέρος των μαθητών και μαθητριών αναγκάστηκαν να δηλώσουν σχολές με μοναδικό κριτήριο την επαγγελματική αποκατάσταση και όχι την πραγματική κλίση ή το έμφυτο ταλέντο τους, ως απόρροια της οικονομικής κρίσης και των οικογενειακών αναγκών. Κάποια άλλα παιδιά πάλι, που πέτυχαν σε περιοχή μακριά από τον τόπο διαμονής τους, δεν θα μπορέσουν ούτε καν αυτό, αφού η οικογένειά τους δεν μπορεί να αντέξει το οικονομικό βάρος των σπουδών. Και όλα αυτά έχοντας ως «φόντο» ένα βαθμοθηρικό σύστημα, που βασίζεται στην αποστήθιση, στην υπερπληροφόρηση και το άγχος.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η αλλαγή του συστήματος των πανελλαδικών εξετάσεων είναι ένα επιπλέον πρόβλημα και επ’ ουδενί η λύση. Το ότι θα παραμείνουν οι εξετάσεις διότι δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος που να διασφαλίζει την αξιοπιστία της εισαγωγής, το καταλάβαμε πλέον όλοι, ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ. Οπότε τζάμπα σπάνε το κεφάλι τους στο Μαξίμου για να βρουν τι ακριβώς θα πει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ για την Γ’ Λυκείου. Το σπουδαίο θα ήταν αν έλεγε κάτι σημαντικό για το Νηπιαγωγείο. Διότι εκεί ξεκινούν όλα.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου