Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Το πέρασμα από τον κόσμο του σκότους και του θανάτου, στην ζωή και την ελευθερία και πάλι με γέφυρα το θέατρο.
Ηθοποιοί-κρατούμενοι, μέλη της θεατρικής ομάδας που έχει συγκροτηθεί στο Κέντρο, σπουδαστές της Ανωτέρας Σχολής Δραματικής Τέχνης «Ιάκωβος Καμπανέλης» του Δήμου Αγίας Βαρβάρας και ο ηθοποιός Γιάννης Παπαγιάννης, σε σκηνοθεσία και διδασκαλία του Στάθη Γράψα, δραματοποίησαν αυτό το «Πέρασμα» δημιουργώντας μία μοναδικής δυναμικής παράσταση, την οποία παρουσίασαν στην αίθουσα εκδηλώσεων του Κέντρου, την 20η Ιανουαρίου.
Πρωί Σαββάτου, ώρα 11:00. Με το αυτοκίνητο του Στάθη και συνεπιβάτες δύο φοιτήτριες της Σχολής, φθάνουμε στην πύλη του Κέντρου. Σε όλη την διαδρομή μου περιέγραψαν την κατάσταση και με έβαλαν στο κλίμα που θα συναντούσα.Ο ήλιος σκορπίζει το φως του στο τοπίο. Σε παρότρυνει να αψηφήσεις το κρύο της χειμωνιάτικης ημέρας και να βγείς έξω, να χαρείς τον αέρα και τις μυρωδιές. Μοιάζει να συμμετέχει και αυτός στην γιορτή. Η προσμονή να βρεθώ στον χώρο και να δω την παράσταση είχε φθάσει στην κορύφωσή της. Ανάμεικτα αισθήματα αγωνίας για το τι θα συναντούσα και αβεβαιότητας για το πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθώ.
Η πύλη του Κέντρου με τους αστυνομικούς της εξωτερικής φρουράς υπογραμμίζει την πραγματικότητα: δεν πηγαίνεις σε ένα κοινό θέατρο, αλλά, εισέρχεσαι στον ελεγχόμενο χώρο φυλακής. Ειδικού τύπου, βέβαια, αλλά φυλακής, παρ’ όλο που τίποτε από το περιβάλλον δεν προσομοιάζει στην εικόνα που έχουμε για τις εγκαταστάσεις του είδους.
Περνώντας τον έλεγχο η συμπεριφορά των σωφρονιστικών υπαλλήλων εντυπωσιάζει. Με ευγένεια, δίχως την συνήθη ενόχληση για την διακοπή της ρουτίνας, ελέγχουν σχολαστικά, αλλά όχι ενοχλητικά, πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν και να καθοδηγήσουν.
Με σεβασμό στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του επισκέπτη. Προφανώς, αναγνωρίζουν ότι κάτι καλό προκύπτει από την όλη αναστάτωση της ρουτίνας τους. Κάτι που θα διευκολύνει και θα δικαιώσει τις προσπάθειές τους. Συμμετέχουν και αυτοί, καταβάλλοντες κάθε προσπάθεια να επιτύχει το εγχείρημα. Μόνο η στολή της υπηρεσίας τους φανερώνει την ιδιότητά τους. Καμία σχέση η παρουσία, το ύφος και η εν γένει συμπεριφορά τους με το στερεότυπο, το οποίο έχει κανείς υπ’ όψιν του για υπαλλήλους αυτού του κλάδου.
Αυτό θα επιβεβαιωθεί απολύτως και στην συνέχεια, όταν παρατηρήσεις την σχέση και την συμπεριφορά τους απέναντι στους κρατουμένους, αλλά, κυρίως, από την συμπεριφορά των κρατουμένων προς αυτούς και το θετικό κλίμα στην επικοινωνία των κρατουμένων με εμάς, με ανθρώπους δηλαδή εκτός του συνήθους περιβάλλοντός τους.
Μιλούσαν με σεμνότητα και ευπρέπεια, όμως, δίχως ίχνος φόβου και τις αναμενόμενες προφυλάξεις. Πραγματικά, αξίζουν θερμά και πολλά συγχαρητήρια στους ανθρώπους που εργάζονται εκεί.
Η εικόνα που σχηματίζει κάποιος επισκέπτης είναι ότι πρόκειται για εργαζόμενους, οι οποίοι αγαπούν αυτό που κάνουν, δεν το θεωρούν αγγαρεία και δεν εξαρτούν την προσφορά τους, από το ποσό της αντιμισθίας τους. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι πολλοί από τους εργαζόμενους, ήρθαν να δουν την παράσταση –δίχως αυτό να αποτελεί υποχρέωσή τους-, ενώ, αρκετοί είχαν φέρει μαζί και τα παιδιά τους.
Το προσωπικό και η Διευθύντρια κα Μαρίνα Μπούκη, τιμούν την ιδιότητα και την υπηρεσία τους, κάνουν εξαρετική δουλειά και πρέπει να αισθάνονται υπερήφανοι. Και εμείς, λίγο περισότερο αισιόδοξοι γιατί μία ευαίσθητη υπηρεσία, όπως αυτή, λειτουργεί αποτελεσματικά και όλοι, στελέχη, προσωπικό και ειδικοί επιστήμονες-θεραπευτές, επιτελούν το καθήκον τους στο ακέραιο, δίνοντας σε αυτό το έργο τον καλύτερο εαυτό τους.
Ας συγκρατηθεί, επίσης, το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός εκ των εργαζομένων δεν διαμένουν κοντά (Θήβα ή Λειβαδιά), αλλά, επωμίζονται και μία επιπρόσθετη δαπάνη, εκείνη που αφορά στην κάλυψη των εξόδων της καθημερινής τους μετακινήσεως από την Αθήνα μέχρι την Θήβα. Δαπάνες καυσίμων και διοδίων, καθόλου ευκαταφρόνητες, ιδιαιτέρως στις σύγχρονες συνθήκες.
Ίσως είναι πρωτοπόροι και σίγουρα αποτελούν παράδειγμα, στην προσπάθεια να βρει και πάλι η μικρή μας Ελλάδα την μεγάλη της Ψυχή, όπως ανέφερε στην παρέμβασή του, μετά το πέρας της παράστασης, ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος, ο οποίος εκεί και παρακολούθησε το δρώμενο.
Θεατρικό δρώμενο «το Πέρασμα», η παράσταση
Περιμένοντας να προετοιμαστεί η ομάδα είχα πλέον της μίας ώρας στην διάθεσή μου να προσαρμοσθώ στον χώρο και να συζητήσω με κάποιους από τους τροφίμους του Κέντρου, όσους δηλαδή, συμμετείχαν είτε ως ηθοποιοί είτε ως τεχνική υποστήριξη, στην παράσταση. Από την άφιξή μας, έγινε σαφέστατο ότι μας περίμεναν με αγωνία.
Η συζήτηση μαζί τους ήταν μεγάλη τόνωση και εμπειρία για εμένα. Αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη για την γνωριμία μου με τον Στάθη Γράψα, αλλά και τους ανθρώπους και τις συνθήκες που έκαναν αυτήν την γνωριμία δυνατή. Ας μου επιτραπεί να υπενθυμίζω, ότι ο Στάθης, είναι υπεύθυνος για το σεμινάριο Κοινωνικού Θεάτρου στην Δραματική Σχολή της Αγίας Βαρβάρας «Ιάκωβος Καμπανέλης» και ότι από το 2010 προσφέρει εθελοντικά, εργαζόμενος δίχως αμοιβή, με ομάδες κρατουμένων στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων στον Αυλώνα, το Ψυχιατρείο Κρατουμένων στον Κορυδαλλό και φυσικά, στο Κ.Α.Τ.Κ. της Θήβας.
Η υποβλητική μουσική των Max Richter και Γιάννου Αιόλου σήμανε την έναρξη. Εκατό και πλέον θεατές είχαν ήδη λάβει θέσεις στον χώρο της αίθουσας εκδηλώσεων του Κ.Α.Τ.Κ., όρθιοι, παρατεταγμένοι περιμετρικά στους τοίχους της.
Τα τέσσερα παράθυρα της αίθουσας, απέναντί μας, άνοιγαν σιγά-σιγά, δίχως να φαίνεται κανείς. Στην συνέχεια, φάνηκαν από την εξωτερική πλευρά τους, τα χέρια που προσπαθούσαν να σπρώξουν τα τζάμια και να ανοίξουν τελείως. Μόλις αυτό έγινε δυνατόν, φάνηκαν οι ηθοποιοί να κοιτούν με έκπληξη και επιφυλακτικότητα προς το εσωτερικό.
Αποφάσισαν, τόλμησαν και έκαναν το άλμα! Πήδηξαν στα παράθυρα και μπήκαν στην αίθουσα. Το πρώτο τους πέρασμα ήταν γεγονός.
Διστακτικά στην αρχή, με υποτροπές και πτώσεις. Έπεφταν και σηκώνονταν ή σήκωναν το χέρι ζητώντας βοήθεια ο ένας από τον άλλο. Στο σημείο αυτό, αναρρωτιέσαι πόσες φορές εσύ, ο καλοζωισμένος και «ευπρεπής» μικροαστός πρόσεξες ένα απλωμένο χέρι που ζητούσε βοήθεια και κυρίως, πόσες φορές έστερξες να σηκώσεις κάποιον ή αν δεν τον έσπρωχνες με αηδία, τον προσπερνούσες φτύνοντας στον κόρφο σου. Αυτοί όμως και μέσα στον συγχυσμένο τους ακόμη κόσμο, ούτε στιγμή δεν δίστασαν να κρατήσουν το απλωμένο χέρι και να σηκώσουν τον άνθρωπο που βρισκόταν πεσμένος.
Αίφνης, ανακαλύπτουν ένα σχοινί που η μία του άκρη καταλήγει στο παραλληλεπίπεδο βάρθρο της σκηνής, το οποίο βρισκόταν στην άκρη. Αποφασίζουν και το έλκουν στο κέντρο της αίθουσας. Όλοι μαζί. Μοχθούν, πέφτουν, αλλά συνεχίζουν. Ο ένας παροτρύνει και εμψυχώνει τον άλλον. Τελικά το πετυχαίνουν.
Και τότε, αφού διστάσουν για λίγο, περιεργάζονται αυτόν τον νέο τόπο. Έναν άλλο, «έτερο» τόπο μέσα στο σύνολο των ανθρώπων που τους παρακολουθούν. Και τότε θα κάνουν το δεύτερο πέρασμα. Με μικρά άλματα ανεβαίνουν στην σκηνή. Τα «σκληρά» και άκαμπτα σώματα λύνονται. Ανακαλύπτουν την ομορφιά της έκφρασης. Κυριολεκτικά, «χάνονται στην ελευθερία τους» και εκφράζονται καταργώντας κάθε κώδικα που θεωρεί την επαφή των ανθρώπων taboo ή ένδειξη αδυναμίας.
Τότε, εμφανίζεται ο πειρασμός. Ο έμπορος (σ.σ. τον υποδύθηκε έξοχα ο ηθοποιός Γιάννης Παπαγιάννης). Έμπορος ιδεών, ελπίδων και φυσικά του θανάτου σε συσκευασία … εναιωρήματος. Αυτοί, όμως, δεν «τσιμπάνε», γιατί τώρα ξέρουν. Τον πετάνε έξω. Και συνεχίζουν το ταξίδι, εκεί, στο «νησί» τους.
Τους κατακλύζει η δύναμη της ελευθερίας και της παραδοχής της αδυναμίας τους και αυτό συνιστά την μεγαλύτερη δύναμη. Γιατί τώρα ξέρουν ότι μπορούν να παλέψουν. Να προσπαθήσουν και την ευκαιρία τους αυτή, δεν θα την χάσουν. Γιατί η σκηνή είναι το νησί τους. Γιατί το θέατρο είναι η απελευθέρωσή τους από κάθε είδους δεσμά.
Όμως, δεν τους κυριεύει ο εγωισμός και η αλλαζονία. Θέλουν να μοιραστούν αυτή την ανακάλυψη. Θέλουν να πουν σε όλους εμάς ότι «ναι! Μαζί μπορούμε να πάμε πιο μακρυά». Αρχίζουν να καλούν και εμάς επάνω στο νησί της ελευθερίας τους. Απλώνουν τα χέρια και μας ζητάνε να πάμε μαζί τους. «Έλα»! «’Ελα μαζί μας».
Ο νοητός φράκτης, που αποτελούσαν τα σώματα των σπουδαστών της Σχολής «Ιάκωβος Καμπανέλης», σπάει στο κάλεσμα. Η νοητή πόρτα ανοίγει. Διστακτικά, στην αρχή, πρώτοι οι σπουδαστές και μετά όλοι οι επισκέπτες ανταποκρίνονται και ανεβαίνουν επάνω στην σκηνή. Σε κοιτούν στα μάτια λέγοντας «μείνε, μείνε μαζί μας». Κρατιώμαστε σφιχτά, χέρι με χέρι, σώμα με σώμα. Το μικρό βάρθρο γεμίζει ασφυκτικά από σώματα ανθρώπων που γίνονται ένα. Κανείς δεν πρέπει να πέσει.
Κανέναν δεν αφήνουμε να πέσει κάτω από την σκηνή. Ο ένας κρατά τον άλλον. Όλοι εκεί, όλοι μαζί. Στα πρόσωπα η χαρά και η επιτυχία είναι έκδηλη. Στην ψυχή ηαίσθηση αγάπης και αλληλεγγύης κατακλύζει το είναι σου και τα μάτια βουρκώνουν.
Έρχεται η στιγμή που πρέπει να γυρίσουν στον πραγματικό τους κόσμο. «Πρέπει να φύγω», ψυθιίζουν και αρχίζουν να αποχωρούν. Σιγά-σιγά, φεύγουν. Στον αποχωρισμό, είναι φανερό ότι δυσκολεύονται όλοι. Πρέπει, όμως. Φεύγουν από την αίθουσα με τον ίδιο τρόπο που ήρθαν. Όλοι στα παράθυρα, τους βλέπουμε να πηγαίνουν προς το πεπρωμένο τους. Να παίρνουν τον δρόμο τους. Είναι μόνοι τώρα. Αντιμέτωποι με τον εαυτό τους. Κάποιος έρχεται, μας απομακρύνει από τα παράθυρα. Τα κλείνει και τραβά τις κουρτίνες. Δεν τους βλέπουμε πιά. Όμως, δεν είμαστε ίδιοι. Ούτε και εκείνοι…
Όλοι έχουν δακρύσει. Η συναισθηματική φόρτιση απερίγραπτη. Όχι από την υποκριτική λύπη για το «δράμα» των παιδιών. Αυτά μόνο να τα θαυμάσει μπορεί κανείς για τα όσα τόλμησαν και επέτυχαν. Για την δύναμη που βρήκαν στην ψυχή τους και έκαναν το άλμα τους.
Έχω σχεδόν την βεβαιότητα ότι πρόκειται για καθαρτικά δάκρυα ενοχής. Για τα απλωμένα χέρια που προσπεράσαμε. Για την άρνησή μας να φερθούμε με ανθρωπιά, επιδεικνύοντας έστω και τον στοιχειώδη σεβασμό στην αξιοπρέπεια και την ανάγκη κάθε πεσμένου δίπλα μας. Και αν δεν ήταν οι ενοχές μας, αυτές που μας έκαναν να δακρύσουμε, τότε σίγουρα ήταν η ζήλεια μας, γιατί εμείς δεν διαθέτουμε την δύναμη, το μεγαλείο και το περίσευμα ψυχής αυτών των παιδιών. Και ίσως δεν θα έχουμε ποτέ την ευκαιρία να δοκιμαστούμε, όπως αυτοί.
Όχι, αγαπητοί αναγνώστες. Δεν τους εξιδανικεύω, ούτε νομίζω ότι συνάντησα αγγέλους. Είναι άνθρωποι, όπως όλοι μας. Είναι άνθρωποι με παραβατική συμπεριφορά και για αυτό βρίσκονται εκεί.
Αλλά, είναι και Άνθρωποι, οι οποίοι βρήκαν το σθένος και την ψυχή να αποδεχθούν τα λάθη τους, να προσπαθήσουν να κάνουν τον εαυτό τους καλύτερο και τελικά, να κάνουν πραγματικότητα το Πέρασμα. Έστω και αν εμείς, οι πολλοί τους είχαμε ξεγράψει. Αυτοί μας θύμισαν ότι ο Άνθρωπος είναι το πιο αντιφατικό και θαυμαστό ζώον αυτού του κόσμου. Ικανός για τα πλέον ευτελή αλλά και τα πλέον θαυμαστά έργα. Και πως εναπόκειται στην βούληση και την ψυχή ενός εκάστου από εμάς προς τα πού θα κατευθυνθεί.
Θα κλείσω αυτό το κείμενο με μία φράση ενός εκ των παιδιών αυτών, με την οποία ξεκινήσε την συζήτησή μας, όσο περιμέναμε την έναρξη: «Εδώ, έχω μία ευκαιρία ζωής. Δεν θα την χάσω! Το υποσχέθηκα στον εαυτό μου».
Το ελπίζω, το εύχομαι και το πιστεύω φίλε μου καλέ. Και σε ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκες και ανοίχτηκες. Ήταν μεγάλη η τιμή. Και ακόμη μεγαλύτερο το μάθημα…
Φωτογραφίες: Μπάμπης Αεράκης
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]