Η καλή ρύθμιση του σακχάρου είναι το ζητούμενο στη θεραπεία του διαβήτη. Η επίτευξη φυσιολογικών τιμών σακχάρου απομακρύνει την πιθανότητα ανάπτυξης των επιπλοκών του διαβήτη. Στην προσπάθεια, όμως, να πετύχουμε το στόχο μας, ελλοχεύει ο κίνδυνος να προκληθεί ένα υπογλυκαιμικό επεισόδιο. Μάλιστα, οι πάσχοντες από διαβήτη τύπου 1 (ινσουλινοεξαρτώμενο), είναι επιρρεπείς σε περισσότερα υπογλυκαιμικά επεισόδια, εξαιτίας της χρήσης των ινσουλινών.
Ο στόχος στη ρύθμιση του σακχάρου είναι να πετύχουμε, όσο το δυνατόν, φυσιολογικές τιμές. Δηλαδή, θα πρέπει το πρωινό σάκχαρο νηστείας να είναι κάτω από 100 mg/dl και δύο ώρες μετά το φαγητό να μην ξεπερνά τα 140 mg/dl.
Προσδιορίζοντας το «υπογλυκαιμικό επεισόδιο»
Υπογλυκαιμικό επεισόδιο θεωρείται, όταν οι τιμές του σακχάρου, οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, είναι κάτω από 70 mg/dl. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν συμπτώματα για να χαρακτηριστεί ένα επεισόδιο υπογλυκαιμικό. Καταλαβαίνει κανείς ότι το φάσμα των φυσιολογικών τιμών είναι πολύ μικρό και μπορεί ένα μικρό λάθος να οδηγήσει στην υπογλυκαιμία.
ΕΟΔΥ - κορονοϊός: 531 νέες εισαγωγές, 7 διασωληνώσεις και 27 θάνατοι την τελευταία εβδομάδα
Όπως προαναφέραμε, τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη τύπου 1 είναι επιρρεπή σε περισσότερα υπογλυκαιμικά επεισόδια, εξαιτίας της χρήσης των ινσουλινών. Τα άτομα αυτά καλούνται να συνυπολογίσουν:
- τις βασικές τους ανάγκες σε ινσουλίνη,
- την επίδραση της φυσική τους δραστηριότητας στο σάκχαρο και
- την ποσότητα των υδατανθράκων που περιέχονται στη διατροφή τους,
για να επιλέξουν πότε και πόση ινσουλίνη θα κάνουν. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε την ψυχολογική κατάσταση και τα προβλήματα που προκύπτουν από την καθημερινότητα, η λήψη αποφάσεων ενδέχεται να μην είναι πάντοτε σωστή.
Λάθη και κακές εκτιμήσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε υπογλυκαιμία
- Δεν γίνεται σωστή ερμηνεία των τιμών του σακχάρου. Ένα πολύ υψηλό σάκχαρο δεν σημαίνει πάντα ότι κάνουμε λίγη ινσουλίνη. Μπορεί να έχει προηγηθεί μια υπογλυκαιμία που δεν έχουμε καταλάβει και να χρειάζεται να μειώσουμε την ινσουλίνη. Αν σε αυτή τη περίπτωση αυξήσουμε τη δόση, τότε πιθανότατα θα έχουμε υπογλυκαιμία ξανά.
- Μια υπογλυκαιμία κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορεί να μην οφείλεται στην ινσουλίνη που κάνουμε πριν το φαγητό. Μην ξεχνάτε ότι έχουμε κάνει την 24ωρη ινσουλίνη, την προηγούμενη ημέρα, η οποία συνεχίζει και επιδρά.
- Μια υπογλυκαιμία μπορεί να οφείλεται στο ότι έχουμε υπολογίσει λάθος τους υδατάνθρακες που περιέχονται στο φαγητό μας.
- Υπογλυκαιμία μπορεί επίσης να συμβεί αν δεν έχουμε υπολογίσει σωστά ποια είναι η αναλογία ινσουλίνης- υδατανθράκων, που ταιριάζει σε μας. Δηλαδή, για τους περισσότερους ισχύει, ότι τα 15 γραμμάρια υδατανθράκων, που είναι ένα ισοδύναμο, αντιστοιχούν σε 1 μονάδα ινσουλίνης. Σε κάποιους όμως η αναλογία αυτή μπορεί να αλλάζει.
- Υπογλυκαιμία θα έχουμε αν δεν γνωρίζουμε την ευαισθησία της ινσουλίνης, που ισχύει σε μας. Δηλαδή για τους περισσότερους 1 μονάδα ινσουλίνης κατεβάζει το σάκχαρο 40 mg/dl. Έτσι αν θέλουμε να διορθώσουμε ένα σάκχαρο 180 mg/dl σε 100 mg/dl, θα χρειαστούν 2 μονάδες ινσουλίνης. Αυτό μπορεί να αλλάζει σε διαφορετικούς ανθρώπους.
- Πολύ συχνή αιτία υπογλυκαιμίας είναι η αλληλοεπικάλυψή δύο διαδοχικών ινσουλινών. Δηλαδή, κάποιος μετράει το σάκχαρο στις 12 και το βρίσκει υψηλό, π.χ. 220 mg/dl. Αποφασίζει να το διορθώσει κάνοντας 3 μονάδες ινσουλίνης. Στις 3 θέλει να πάρει το γεύμα του και κάνει μια νέα γευματική ινσουλίνη. Στην περίπτωση αυτή θα έχουμε αλληλοεπικάλυψη των δύο ινσουλινών και η δράση τους θα είναι αθροιστική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ινσουλίνη έχει διάρκεια 4 ώρες.
- Υπογλυκαιμία έχουμε, επίσης, όταν δεν υπάρχει συγχρονισμός ινσουλίνης γεύματος και ινσουλίνης. Πολλές φορές κάνουμε την ινσουλίνη και καθυστερούμε να φάμε, ή κάνουμε την ένεση αρκετά μετά το φαγητό. Εδώ, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, ότι η ινσουλίνη που κάνουμε έχει σχεδιασθεί έτσι ώστε να ταιριάζει στη φυσιολογική καμπύλη του σακχάρου μετά το γεύμα. Εάν η καμπύλη του σακχάρου δεν ταυτίζεται με την καμπύλη της ινσουλίνης χρονικά, ενδέχεται να έχουμε υπογλυκαιμίες.
- Υπογλυκαιμία μπορεί να έχουμε ακόμα και όταν όλα τα έχουμε κάνει σωστά, αλλά αποφασίζουμε να κάνουμε κάποιο σπορ ή αν αυξήσουμε αρκετά τη φυσική μας δραστηριότητα. Στις περιπτώσεις αυτές θα έπρεπε να κάνουμε λιγότερες μονάδες στο φαγητό ή να προσθέσουμε υδατάνθρακες χωρίς να κάνουμε ινσουλίνη, κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Όλα τα παραπάνω μπορούν να αλλάζουν από άτομο σε άτομο, αλλά και ακόμα και στο ίδιο άτομο μπορεί να υπάρξει διαφορετική αντίδραση. Όταν αλλάζουμε τρόπο ζωής, διατροφικές συνήθειες, ή όταν αρρωσταίνουμε, όλα θα πρέπει να επανεκτιμώνται με συνεχή καταγραφή των δεδομένων. Ο γιατρός μπορεί να είναι ένας αξιόπιστος σύμβουλος.