Η πρώτη έρευνα από ψυχολόγους του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό παιδοψυχολογίας και ψυχιατρικής «Journal of Child Psychology and Psychiatry», μελέτησε σχεδόν 13.000 παιδιά ηλικίας 11 ετών. Όσα προέρχονταν από φτωχές οικογένειες ή ένιωθαν φτωχότερα από τους συνομηλίκους τους, είχαν κατά 6% έως 8% χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και 11% μικρότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους, ενώ ήταν κατά 17% πιθανότερο να πέσουν θύματα λεκτικής ή σωματικής βίας, να έχουν άγχος, εσωτερικευμένο θυμό ή υπερδραστηριότητα. Στην ηλικία των 14 ετών, το παιδί που συνέχιζε να νιώθει πιο φτωχό, είχε 8% μεγαλύτερη πιθανότητα θυματοποίησής του.
Η έρευνα τονίζει τη σημασία της κοινωνικής-οικονομικής σύγκρισης ιδίως κατά την αρχή της εφηβείας, καθώς σε αυτή τη φάση το παιδί διαμορφώνει την αίσθηση του εαυτού του (πόσο είναι δημοφιλές, πόσο αρέσει, πού πλεονεκτεί και πού υστερεί, πόσο νιώθει μέλος μιας ομάδας κ.α.). Το καλύτερο τόσο για την ψυχική υγεία όσο και για την κοινωνική συμπεριφορά, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι ένα παιδί να έχει ένα αίσθημα οικονομικής ισότητας με τους φίλους και συμμαθητές του, καθώς ακόμη και τα παιδιά που νιώθουν πλουσιότερα, είναι πιθανότερο να εκφοβίζουν τους άλλους και να έχουν άλλα προβλήματα συμπεριφοράς.
«Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι οι νέοι που αντικειμενικά προέρχονται από μειονεκτικά οικογενειακά περιβάλλοντα, έχουν περισσότερες ψυχικές δυσκολίες. Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι παίζει ρόλο επίσης η υποκειμενική εμπειρία της μειονεξίας. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς πραγματικά πλούσιος ή φτωχός για να νιώθει πλουσιότερος ή φτωχότερος από τους φίλους του και αυτό επηρεάζει την ψυχική υγεία των νεαρών εφήβων», ανέφερε η ερευνήτρια Πιέρ Πι-Σουνίερ.
«Tissue is the issue»: Ο δρόμος προς την εξατομίκευση της ογκολογικής θεραπείας
Η δεύτερη μελέτη, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα, με επικεφαλής την καθηγήτρια επιδημιολογίας Νάτζα Χούλβετζ Ροντ του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «European Heart Journal» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, ανέλυσε στοιχεία για σχεδόν 1,3 εκατομμύρια παιδιά, από τα οποία 4.118 είχαν διαγνωστεί με καρδιαγγειακή νόσο έως την ηλικία των 16 ετών.
Διαπιστώθηκε ότι όσα είχαν βιώσει άσχημες οικογενειακές συνθήκες και τραυματικά περιστατικά (βαριά πάθηση συγγενούς όπως καρκίνο, θάνατο, φτώχεια, εγκατάλειψη από γονιό, δυσλειτουργικές και στρεσογόνες σχέσεις στην οικογένεια κ.α.), αντιμετώπιζαν σημαντικά μεγαλύτερο πρώιμο καρδιαγγειακό κίνδυνο, κατά περίπου 60% αυξημένο σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους χωρίς τέτοιο προβληματικό υπόβαθρο.
Ειδήσεις σήμερα
Καλάθι του νοικοκυριού: Το ΦΕΚ με τη νέα λίστα προϊόντων – Τι αλλάζει από 1η Δεκεμβρίου 2022