Κόπωση
«Ο όρος “κόπωση” μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τη δυσκολία ή την αδυναμία έναρξης δραστηριότητας (υποκειμενική αίσθηση αδυναμίας), τη μειωμένη ικανότητα διατήρησης της δραστηριότητας (εύκολη κόπωση), ή την δυσκολία συγκέντρωσης, μνήμης και συναισθηματικής σταθερότητας (ψυχική κόπωση), ξεχωριστά ή σε συνδυασμό. Ορισμένοι ασθενείς με τον όρο “κόπωση” ουσιαστικά αναφέρονται σε μια ανεξέλεγκτη ανάγκη για ύπνο», εξηγεί ο κ. Πολυχρόνης Παρασκευάς MD, MSc, Παθολόγος Διευθυντής Ζ΄ Παθολογικής Κλινικής του Metropolitan General και συνεχίζει: «Ως οξεία κόπωση ορίζεται αυτή με διάρκεια μικρότερη του ενός μήνα, η υποξεία κόπωση έχει διάρκεια από 1-6 μήνες, ενώ ως χρόνια κόπωση ορίζεται αυτή με διάρκεια >6 μηνών».
Το 21-33% των ασθενών που επισκέπτονται χώρους πρωτοβάθμιας φροντίδας περιγράφουν την κόπωση ως ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, με περίπου επτά εκατομμύρια επισκέψεις ετησίως στις Η.Π.Α..
Είδη κόπωσης και Αιτίες
Οξεία κόπωση: Η οξεία κόπωση αποδίδεται συχνότερα σε έναν πρόσφατο στρεσογόνο παράγοντα ή σε μια οξεία ιατρική κατάσταση, η οποία συχνά μπορεί να διαγνωστεί με βάση τις υπόλοιπες κλινικές εκδηλώσεις της. Για παράδειγμα, ένας ασθενής με γρίπη θα περιγράψει την κόπωση σε συνδυασμό με τον πυρετό και τα συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα. Οι ασθενείς με οξεία κόπωση που σχετίζεται με μια αναγνωρίσιμη ιατρική ή ψυχοκοινωνική πάθηση απαιτούν ελάχιστη ή καθόλου αξιολόγηση.
Υποξεία και Xρόνια κόπωση: Τα αίτια περιλαμβάνουν:
«Tissue is the issue»: Ο δρόμος προς την εξατομίκευση της ογκολογικής θεραπείας
- Καρδιοπνευμονικές παθήσεις, όπως καρδιακή ανεπάρκεια, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, υπνική άπνοια
- Ενδοκρινολογικές/Μεταβολικές παθήσεις, όπως υπο/υπερ-θυρεοειδισμός, χρόνια νεφρική ή ηπατική νόσος, ηλεκτρολυτικές διαταραχές (π.χ. υποκαλιαιμία)
- Αιματολογικές παθήσεις (π.χ. αναιμία)
- Νεοπλασματικές νόσους
- Λοιμώδη νοσήματα, όπως νόσος COVID-19, λοιμώδης μονοπυρήνωση, ιογενής ηπατίτιδα, λοίμωξη από HIV, φυματίωση
- Ρευματολογικές καταστάσεις όπως ινομυαλγία, ρευματική πολυμυαλγία, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Ψυχολογικές καταστάσεις, όπως κατάθλιψη, αγχώδης διαταραχή κ.α.
- Νευρολογικές καταστάσεις, όπως Σκλήρυνση κατά πλάκας
- Παρενέργεια κάποιου φαρμάκου (π.χ. βενζοδιαζεπίνες, αντικαταθλιπτικά) ή χρήση ουσιών (π.χ. αλκοόλ, κάνναβης, κοκαΐνη)
«Η σαφής αιτία της χρόνιας κόπωσης μπορεί να εντοπιστεί στα 2/3 περίπου των ασθενών. Σε αρκετές περιπτώσεις το αίσθημα κακουχίας μπορεί απλώς να εξηγηθεί από υπερκόπωση (πολλές ώρες εργασίας, λίγες ώρες ύπνου). Σε ένα πολύ μικρό ποσοστό η χρόνια κόπωση μπορεί να εξηγηθεί από το σύνδρομο χρόνια κόπωσης (CFS), μια διαταραχή άγνωστης αιτίας αλλά με ισχυρές ενδείξεις νευρολογικής δυσλειτουργίας και σαφή κριτήρια διάγνωσης.
Η νόσος χαρακτηρίζεται από εξουθενωτική κόπωση με μη αναζωογονητικό ύπνο, νευρολογικές βλάβες, μυϊκή αδυναμία και πόνο, πονοκεφάλους, πονόλαιμο κ.α.. Η κόπωση και τα συνοδά συμπτώματα επιδεινώνονται δραματικά μετά από ελάχιστη σωματική ή και γνωστική δραστηριότητα, η οποία αναφέρεται ως PEM (Post-Exertional Malaise, Αδιαθεσία μετά την Άσκηση).
Το PEM είναι το βασικό σύμπτωμα και εμφανίζεται ως επί το πλείστον με καθυστέρηση 24 ωρών μετά τη δραστηριότητα που οδηγεί σε μείωση τουλάχιστον 50% του επιπέδου ενέργειας και δραστηριότητας του ασθενούς. Τέλος αυτοί που δεν πληρούν τα κριτήρια για CFS και δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για την κόπωσή τους λέγεται ότι πάσχουν από ιδιοπαθή χρόνια κόπωση», αναφέρει ο κ. Παρασκευάς.
Διαχείριση του ασθενούς με χρόνια κόπωση
Η αρχική εκτίμηση του ασθενούς που παρουσιάζει υποξεία ή χρόνια κόπωση περιλαμβάνει τη λήψη ενός πλήρους ιατρικού ιστορικού, την κλινική εξέταση, καθώς και βασικές εργαστηριακές εξετάσεις (γενική αίματος, ηλεκτρολύτες, νεφρική λειτουργία, ηπατική βιοχημεία,TKE, TSH, CPK, CRP). Η περαιτέρω διαγνωστική αξιολόγηση καθορίζεται από την παρουσία ή απουσία ευρημάτων.
«Οι ασθενείς με διαγνωσμένη αιτία χρόνιας κόπωσης με βάση την αρχική αξιολόγηση από έμπειρο γιατρό θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ειδικά για την πάθηση. Για την ιδιοπαθή κόπωση έχει προταθεί η χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας ή/και διαβαθμισμένης θεραπευτικής άσκησης», καταλήγει ο κ. Παρασκευάς.