Το σύστημα έχει «εκπαιδευθεί» με βάση στοιχεία από περίπου 113.900 γυναίκες, που είχαν κάνει διαδοχικές προσπάθειες εξωσωματικής (συνολικά 184.269). Η ηλικία είναι ο πιο σημαντικός παράγων επιτυχίας ή αποτυχίας. Μετά τα 30, οι πιθανότητες μειώνονται σταδιακά.
Ενδεικτικά, μια γυναίκα 30 ετών με δύο χρόνια ανεξήγητης υπογονιμότητας (η οποία ξεκίνησε στα 28 της τις προσπάθειες να κάνει παιδί με τον σύντροφό της) έχει κατά μέσο όρο πιθανότητα 46% να «πιάσει» παιδί με την πρώτη προσπάθεια εξωσωματικής και 79% με την τρίτη.
Ο «υπολογιστής» κάνει προβλέψεις επιτυχίας για έως έξι κύκλους εξωσωματικής και λαμβάνει υπόψη την τυχόν χρήση κατεψυγμένων γονιμοποιημένων ωαρίων, τον αριθμό των εμβρύων που θα καταψυχθούν, τον αριθμό των ωαρίων που συλλέγονται κάθε φορά, την υγεία των εμβρύων που μεταφέρονται στη μήτρα κ.α.
Το σύστημα, που μπορεί να αξιοποιηθεί και από γιατρούς και κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης, αναπτύχθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Αμπερντίν στη Σκωτία, με επικεφαλής τον ειδικό στην ιατρική στατιστική Ντέηβιντ ΜακΛέρνον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό ‘British Medical Journal’.
Κατά την πιο συνηθισμένη τεχνική της εξωσωματικής, ένα ωάριο αφαιρείται από τις ωοθήκες της γυναίκας και γονιμοποιείται από σπερματοζωάριο στο εργαστήριο. Στη συνέχεια, το γονιμοποιημένο ωάριο (έμβρυο) είτε εισάγεται στη μήτρα της γυναίκας για να αναπτυχθεί, είτε καταψύχεται για μελλοντική χρήση. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθούν ωάρια ή/και σπερματοζωάρια από δότες. Μία συχνή εναλλακτική μέθοδος εξωσωματικής είναι η σπερματέγχυση.
Το σύστημα, που κάνει προβλέψεις και τις δύο μεθόδους αυτές της εξωσωματικής, προς το παρόν δεν παίρνει υποψη του παράγοντες όπως το βάρος της γυναίκας, το κάπνισμα, την κατανάλωση του αλκοόλ κ.α.