Όπως τόνισε η κυρία Σακελλαροπούλου «οι δυο καλλιτέχνες συναντιούνται, από διαφορετικούς δρόμους, σε ένα συγγενές, στην ουσία του, όραμα για τον κόσμο. Και συνυπάρχουν, σύντροφοι στη ζωή και στην τέχνη, εδώ, σ’ αυτό το όμορφο Μουσείο, που σχεδίασε και υλοποίησε η κόρη τους Λορέττα Γαΐτη, με την αμέριστη στήριξη του Δήμου Ιητών και τη βοήθεια του Υπουργείου Πολιτισμού». Επισήμανε, επίσης, ότι πρόκειται για ένα « Έργο αγάπης, περηφάνιας μιας κόρης για τους σπουδαίους γονείς της και ηθικής υποχρέωσης απέναντι στην καλλιτεχνική τους κληρονομιά».
Ειδικότερα, κατά τον χαιρετισμό της η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε:
«Με ιδιαίτερη χαρά εγκαινιάζω το Μουσείο Γαΐτη – Σίμωσι στην Ίο, τόπο φωτός που γοήτευσε και ενέπνευσε και τους δύο καλλιτέχνες, κάνοντάς τους να “ριζώσουν” εδώ και να δημιουργήσουν. Νησί καμωμένο από “το σπόνδυλο κάποιανου Δία”, όπως έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης, αποτέλεσε, με τη βραχώδη γυμνότητά του, τη λιτότητα των γραμμών του, την απέριττη ομορφιά του, ιδανικό περιβάλλον για τη δημιουργικότητά τους και σήμερα την ιδεώδη κατοικία για ένα έργο ποικιλόμορφο, τολμηρά νεωτερικό, απόλυτα αναγνωρίσιμο, όπως το δικό τους.
Τα “ανθρωπάκια” του Γιάννη Γαΐτη αποτέλεσαν και για μένα, όπως και για πολλούς από τη γενιά μου, μια αποκάλυψη. Μας έδειξαν πώς η τέχνη μπορεί να σχολιάζει την πραγματικότητα χωρίς να είναι στρατευμένη, πώς μπορεί να συμπυκνώνει ένα αίτημα ελευθερίας παρουσιάζοντας το αντίθετό του, δηλαδή την ομοιομορφία του αλλοτριωμένου ανθρώπου, την απέκδυση της ατομικής υπόστασης στο πλαίσιο του βιομηχανικού πολιτισμού, την ανωνυμία, την απομόνωση, τη μαζοποίηση. Η βαθύτατα πολιτική, κριτική και δηκτική διάσταση του έργου του μας συνάρπασε τότε και εξακολουθεί να μας συναρπάζει. Ο ιδιοφυής τρόπος με τον οποίο καυτηρίαζε τον εφησυχασμό, την απάθεια, την υποταγή, και απομυθοποιούσε την καταναλωτική κοινωνία, μας υποδείκνυε ότι το χιούμορ είναι ένα ισχυρό μέσο αντίδρασης και η ειρωνεία ενέχει πάντα το στοιχείο της εναντίωσης. Η επανάληψη, η τυποποίηση, η αυστηρή οργάνωση των μορφών του μας μύησαν σε μια ζωγραφική που συνδιαλεγόταν με την ποπ αρτ διατηρώντας την ανάμνηση της υπερρεαλιστικής καταγωγής της, προκειμένου να αποδώσει τη σύνθετη φύση του σύγχρονου βιώματος.
Σύντροφος και μούσα του Γιάννη Γαΐτη, η Γαβριέλλα Σίμωσι ακολούθησε έναν δικό της, εντελώς προσωπικό δρόμο. Τα αινιγματικά γλυπτά της, λευκά, απέριττα, μοιάζει να έχουν ενσωματώσει τον κυματισμό του πελάγους, μια πνοή σημαντόρων ανέμων, το μυστικό ενός κοχυλιού ξεβρασμένου στην άμμο. Οι αφαιρετικές ανθρώπινες μορφές της, ποιητικές και συμβολικές, κατακερματισμένες, συχνά ακρωτηριασμένες, αντικατοπτρισμοί της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής και ταυτόχρονα φορείς απουσίας, μεταγγίζουν ένα σχεδόν μεταφυσικό ρίγος. Αλλά δεν αποκολλώνται από την πραγματικότητά μας. Φέρνω στον νου μου τη “Γόμα”, ένα έργο της σε μπρούτζο που φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη. Ένα ανάγλυφο γυναικείο πρόσωπο που σβήνεται, σιγά σιγά, από το χέρι της ίδιας της γυναίκας που κρατάει γόμα, λες και η ίδια η αναπαριστάμενη διαγράφει την οντότητά της. Είναι ένα σχόλιο πάνω στη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία, μια θέση συχνά περιθωριοποιημένη, που οδηγεί στην αποπροσωποποίηση και την αποδόμηση του Εγώ. Ένα αίσθημα αποξένωσης αναδύεται έντονα μέσα απ’ αυτό το ανάγλυφο, αίσθημα που διαπνέει εξάλλου συνολικά τη γλυπτική της Σίμωσι και κυριαρχεί στο έργο του Γιάννη Γαΐτη.
Κι έτσι οι δυο καλλιτέχνες συναντιούνται, από διαφορετικούς δρόμους, σε ένα συγγενές, στην ουσία του, όραμα για τον κόσμο. Και συνυπάρχουν, σύντροφοι στη ζωή και στην τέχνη, εδώ, σ’ αυτό το όμορφο Μουσείο, που σχεδίασε και υλοποίησε η κόρη τους Λορέττα Γαΐτη, με την αμέριστη στήριξη του Δήμου Ιητών και τη βοήθεια του Υπουργείου Πολιτισμού. Έργο αγάπης, περηφάνιας μιας κόρης για τους σπουδαίους γονείς της και ηθικής υποχρέωσης απέναντι στην καλλιτεχνική τους κληρονομιά, το Μουσείο αυτό αποτελεί ταυτόχρονα ένα δώρο προς τους Νιώτες, ένα κόσμημα για την Ίο, αλλά και μια προσφορά σε όλους τους Έλληνες».