Μερικά χρόνια πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Η Γαλλίδα δασκάλα
«Αχ, μαντάμ, η μαντεμουαζέλ έπρεπε να είναι στην αίθουσα του μαθήματος εδώ και ώρα. Είχαμε πει ότι θα κάνουμε Lecture και Grammaire, ανάγνωση και γραμματική, στις δέκα το πρωί, και τώρα είναι περασμένες έντεκα. Πάει!
Εξαφανίστηκε!» γκρίνιαξε η Γαλλίδα δασκάλα. «Τον τελευταίο καιρό δεν μελετά και είναι αφηρημένη» πρόσθεσε
θυμωμένη με τη μαθήτριά της. «Όταν τη στριμώχνω, εκείνη απαντά ευγενικά “Ναι, ναι, ό,τι πείτε”, αλλά πάντα κάνει αυτό που έχει στο δικό της το μυαλό. Α! Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί της. Nο, nο! Σηκώνω τα χέρια ψηλά!»
«Α, ξεμυαλισμένο κορίτσι» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η κυρία Αιμιλία και φώναξε αυστηρά: «Νόρα,
Νόρα!». Απάντηση όμως δεν πήρε. Στο τρίτο «Νόρααα» εμφανίστηκε η κοπελίτσα λαχανιασμένη με τα μαλλιά λιτά από την τρεχάλα, ιδρωμένη και κατακόκκινη. Ανέβαινε τις μαρμάρινες σκάλες από τον κήπο προς την είσοδο του σπιτιού, βιαστικά. Εκεί την τσάκωσε η μητέρα της.
«Τι εμφάνιση είναι αυτή; Πού τριγύριζες; Πάλι στα κτήματα έτρεχες; Πήγαινε αμέσως να πλυθείς, να ευπρεπιστείς
και να κάνεις το μάθημά σου. Ύστερα, σε περιμένω στο σαλονάκι μου, να τα πούμε. Αυτή η κατάσταση μ’ εσένα δεν
μπορεί να συνεχιστεί.
»Σήμερα είσαι τιμωρία. Το βραδάκι που θα πάμε στην Αλεξάνδρεια, στη λέσχη, δεν θα έρθεις. Θα μείνεις στο δωμάτιό σου. Ούτε αύριο στη βόλτα».
Αχ! Πώς της άρεσε της Νόρας ο κυριακάτικος περίπατος εκεί που τα αραπάκια πουλούσαν γιρλάντες στους
δρόμους του Ραμλιού. Ενθουσιαζόταν μαζί τους. «Μα, μητέρα, γιατί; Μόνο να δω τα σκυλάκια που γεννήθηκαν
πήγα. Δεν έκανα κανένα κακό, να τα χαϊδέψω ήθελα… Είναι τόσο ομορφούλικα και είναι χάρμα να τα
βλέπεις να τρέχουν ανάμεσα στα μπαμπάκια. Πήγα να πιάσω ένα να το χαϊδέψω και μου γλίστρησε. Κυνηγώντας το, έπεσα στα χώματα. Μα να τα δεις τι γλυκά που είναι!»
«Είναι τρόποι και καμώματα αυτά να τρέχεις μέσα στους εργάτες και στις φυτείες; Μια κοπέλα καθωσπρέπει
δεν τριγυρνά στους ήλιους, μέσα στους μαύρους». «Μα είναι καλοί άνθρωποι, δικοί μας, μητέρα».
«Σιωπή που θα μου αντιμιλήσεις και από πάνω. Πήγαινε να πλυθείς αμέσως, η Ζενεβιέβ σε περιμένει πολλή ώρα».
Η κοπελίτσα με το κεφάλι σκυμμένο μπήκε στην κάμαρά της. Ήταν στον δεύτερο όροφο μιας κατάλευκης βίλας
έξω από την Αλεξάνδρεια. Την έπαυλη τριγύριζε μεγάλος κήπος γεμάτος φοίνικες και όμορφα λουλούδια. Μετά το
περιβόλι εκτείνονταν τα κτήματα και οι φυτείες με τα μπαμπάκια.
Ο πατέρας του κοριτσιού, ο Λέων Χρυσός, κληρονόμησε την τεράστια περιουσία από τον δικό του πατέρα.
Ο προπάππος είχε φτάσει στην Αίγυπτο από τη Χίο, επί Τουρκοκρατίας ακόμη. Η Νόρα ήταν μοναχοκόρη, γύρω
στα δεκαέξι της, μέσα σε τέσσερα παιδιά, όλα αγόρια. Ο Λέων Χρυσός, ο βαμβακέμπορος, ήταν ένας από τους
πρώτους Έλληνες και Ευρωπαίους που κυκλοφόρησε αυτοκίνητο στην Αλεξάνδρεια. Όπως όλοι οι καλοβαλμένοι
άντρες της σειράς του, το καλοκαίρι ήταν ντυμένος με λευκά λινά κουστούμια. Στο κεφάλι φορούσε συνήθως ένα
ελαφρύ ψάθινο καπελάκι. Το μπαστούνι του ήταν μαύρο και η λαβή του ασημένια. Με απόμακρο και αυστηρό ύφος, έλεγχε από μακριά τις φορτώσεις των πλοίων με το μπαμπάκιτου. Αν και είχε και ειδικούς ανθρώπους γι’ αυτή τη δουλειά, ήθελε ο ίδιος να τα επιβλέπει όλα. Δεν εμπιστευόταν ούτε τους γιους του. Όλα τα αλισβερίσια με τις τράπεζες γίνονταν κάτω από τον δικό του έλεγχο.
Αρκετές εταιρείες και γραφεία κάτω στην Αίγυπτο είχαν οργανωθεί κατά τα αγγλικά συνήθεια. Στη δικιά του
εταιρεία όλα ήταν πεντακάθαρα και πολυτελή. Απαιτούσε απόλυτη τάξη, πειθαρχία και συνήθως δεν συμμεριζόταν
τη γνώμη κανενός. Το ασανσέρ που ανέβαινε στο γραφείο του ήταν φερμένο από τη Βιέννη και είχε κάθισμα μέσα
στην καμπίνα. Αλλά και το κτίριο των γραφείων του ήταν περιποιημένο, πάντα φρεσκοβαμμένο, σε αντίθεση με τα
περισσότερα οικήματα στην Αλεξάνδρεια, που τα τελευταία χρόνια είχαν καταντήσει ερείπια με σπασμένα τζάμια,
ενώ παντού μύριζε μούχλα.
Αχ, πώς της άρεσε της Νόρας να βολτάρει στα «Μπουλβάρ », εκεί που τριγυρνούσε ο πολύς κόσμος. Παλαιότερα
έβλεπες λιγότερους ανθρώπους στους δρόμους γιατί τότε συνήθιζαν να εργάζονται και την Κυριακή το πρωί. Μετά,
όταν συγκροτήθηκαν τα συνδικάτα, αυτό σταμάτησε. Η Νόρα έλεγε στη μητέρα της να πηγαίνουν να πιουν
τη λεμονάδα τους στα καφενεία που ήταν στημένα στις ξύλινες εξέδρες πάνω από τη θάλασσα, εκείνη όμως δεν
συμφωνούσε με αυτές τις λαϊκές επιθυμίες της κόρης της. Τα καφενεία τα έλεγαν «καζίνα» και η κοπελίτσα παρατηρούσε εκεί το αδιάκοπο πηγαινέλα του νερού.
Η κυρία Αιμιλία όμως απεχθανόταν να συχνάζει σε τόσο απλοϊκά μέρη. Ήταν η κυρία Χρυσού! Αυτό που μάγευε τη Νόρα ήταν να πηγαίνει στην προβλήτα που βρισκόταν αραγμένη η «Μαχρούζα», η βασιλική θαλαμηγός του Φαρούκ, όπως και στο αρχαίο ακρωτήρι,τη Σελσίλα, εκεί που έκλεινε το ανατολικό λιμάνι της πόλης. Ονειρευόταν τα καράβια των αρχαίων και φανταζόταν ότι ταξίδευε στην πλώρη τους. Ήταν η ίδια καπετάνιοςκαι λάμβανε μέρος στις ναυμαχίες. Μόνο που, στις δικέςτης ονειροφαντασίες, τους σκλάβους τούς απελευθέρωνε πάντα…
Άλλες φορές πήγαινε με τους γονείς της σε ένα από τα μεγάλα ζαχαροπλαστεία, στου Παστρούδη ή στου Τορναζάκη. Η μάνα της προτιμούσε να τρώνε την πάστα τους στου Αθηναίου. Μια φορά, πώς έγινε και η κοπελίτσα με τον σοφέρ του πατέρα της μπερδεύτηκαν στα δρομάκια και βρέθηκαν στις αράπικες, φτωχικές συνοικίες, στο Αμφούσι. Εκεί κανένας Ευρωπαίος δεν πατούσε το πόδι του.
«Όστα, όστα» φώναζαν οι εργάτες του δρόμου, που θα πει μάστορας. Εκεί οι Μουσουλμάνες Αιγύπτιες ήταν σκεπασμένες από την κορφή ως τα νύχια και μόνο τα μάτια τους φαίνονταν. Τα ρούχα αυτά τα έλεγαν «μελάγια». Αχ, όμορφη που ήταν η Αλεξάνδρεια το κατακαλόκαιρο, τότε που οι χουρμάδες, ώριμοι πια, κρέμονταν σε τσαμπιά από τα δέντρα. Τα λουλούδια και τα γιασεμιά μοσχομύριζαν. Η Νόρα λάτρευε την πόλη που μεγάλωσε.* Τώρα η κοπελίτσα πλύθηκε βιαστικά και χτένισε σε μια χοντρή πλεξούδα τα χρυσά της μαλλιά. Είχαν ανοίξει από τον ήλιο και έκαναν φυσικές ανταύγειες. Έβαλε καθαρό λευκό φόρεμα που τελείωνε στον λαιμό σε ένα γιακαδάκι. Στα πόδια της φορούσε λευκά καλτσάκια, σοσόνια, και μποτάκια δετά. Μα παρόλο που τώρα η εμφάνισή της ήταν ανάλογη μιας αυστηρά μεγαλωμένης Αλεξανδρινής, όπως ταίριαζε στην κόρη του Λέοντα Χρυσού, τα νύχια της ήταν μαύρα από τα χώματα μετά τα παιχνίδια της με τα σκυλάκια.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Χτύπησε την πόρτα στην αίθουσα διδασκαλίας και η Γαλλίδα την υποδέχθηκε μουτρωμένη. «Bonjour, καλημέρα» είπε η Νόρα κομπιάζοντας και κάθισε στη θέση της μπροστά στο γραφείο με τα πόδια
σταυρωτά και κλειστά, όπως άρμοζε.
* Οι πληροφορίες για την Αλεξάνδρεια προέρχονται από το βιβλίο του Χ. Τζάλα Alexandrea ad Aegyptum, ό.π.
«Bien, bien, καλά, καλά» έκανε απότομα η Ζενεβιέβ. «Πάρε το βιβλίο να μου διαβάσεις».
Τα παθήματα της Σοφί ήταν ο τίτλος. Μα με το που είδε η δασκάλα τα χέρια της μαθήτριάς της με τα μαύρα νύχια, την έστειλε πάλι επάνω να πλυθεί. «Να έχεις σωστή εμφάνιση, Νόρα. Είσαι πια μία μαντεμουαζέλ, δεν σου ταιριάζει να μοιάζεις με αλητάκι». Αναστενάζοντας η κοπέλα κάθισε ξανά μετά από λίγο μπροστά στο γραφειάκι της. Ήταν πια μεσημέρι, ώρα φαγητού. «Πεινάω» μουρμούρισε σιγανά, γιατί όλα τα πηγαινέλα τής είχαν ανοίξει την όρεξη. «Α! Αυτό να το θυμόσουν πριν καθυστερήσεις τόσο. Τώρα δεν υπάρχει χρόνος για το μεσημεριανό γεύμα. Πρέπει να κάνουμε μάθημα».
«Τι στρίγκλα που είσαι» συλλογίστηκε το κορίτσι. «Αν σε έπιανα αιχμάλωτη με τα δικά μου καράβια στα αρχαία χρόνια, θα σε έκλεινα στο αμπάρι! Θα σε άφηνα άπλυτη να μυρίζεις άσχημα για να μάθεις! Κακιά γυναίκα! Και νηστική θα σε άφηνα να πεινάς, όπως εγώ τώρα. Θα έτρωγα μπροστά σου τούρτες για να λιγουρεύεσαι! Χμ! Υπήρχαν άραγε τότε τούρτες;» αναρωτήθηκε και συνέχισε να λύνει τις ασκήσεις που της έβαλε η δασκάλα της.
Όταν τελείωσαν επιτέλους και τη γραμματική, η Νόρα απελπισμένη γύρισε στο δωμάτιό της νηστική. Μια μεγάλη κουνουπιέρα σκέπαζε το κρεβάτι της και έξω από το παράθυρο φαινόταν γαλανός ο ουρανός και οι φοίνικες του κήπου που τα κλαριά τους κουνιόνταν στο φύσημα του ανέμου. Το στομάχι της γουργούριζε και της κακοφαινόταν που δεν θα πήγαινε στη λέσχη το βράδυ με τα αγόρια και τους γονείς της. Γλίστρησε από την κάμαρα σιγανά και χώθηκε στην κουζίνα. «Λενιώ» ψιθύρισε στη μαγείρισσα. «Έλα, μάτια μου, έλα, κοκόνα μου» έκανε η μεγάλη γυναίκα, που ήταν Χιώτισσα στην καταγωγή. «Με βάλαν τιμωρία, Λένη μου, και πεινάω, θα μου δώσεις κάτι;»
«Αχ, μάτια μου, τι να κάνω; Κρυφά θα σε φιλέψω μη με πάρει χαμπάρι η μητέρα σου και την έβαψα. Είναι όμως και αυτή η Φραντσέζα που σου κάνει μάθημα μια φαρμακομύτα! Έλα, μάτια μου, να σε χαρώ, μπες εδώ στην αποθηκούλα μη μας δούνε και την πληρώσουμε και οι δυο».
Η Νόρα κάθισε στο σκαμνί και η μαγείρισσα της έφερε έναν δίσκο με του πουλιού το γάλα. Στο τέλος, της σέρβιρε και κρέμα που ήταν η αγαπημένη της με μπόλικη κανελίτσα από πάνω. Ήταν όλα πεντανόστιμα. Φτιαγμένα από τα χέρια της Ελένης, που ήταν μαέστρος στη μαγειρική και πάντα κοίταζε να ετοιμάσει κάτι που να αρέσει στο κοριτσάκι της, τη Νόρα, που της είχε αδυναμία.
Ύστερα, η Νόρα γλίστρησε πίσω στην κάμαρά της, έπεσε στο κρεβάτι, έκλεισε την κουνουπιέρα και, όταν άκουσε την πόρτα του δωματίου της να ανοίγει, έκανε την κοιμισμένη. ε μισόκλειστα τα πυκνά της βλέφαρα είδε την κυρία Αιμιλία που πήγε να την ελέγξει. Η κοπέλα σφάλισε σφιχτά τα μάτια, μέχρι που η μάνα της έφυγε. Ήταν όμορφο κορίτσι η Νόρα. Χρυσαφένια την έλεγαν όλοι στη λέσχη πίσω από την πλάτη των γονιών της, επειδή το πατρώνυμό της ήταν Χρυσού.
Η δημοφιλία της ήταν μεγάλη και ας μην είχε η ίδια συναίσθηση της εντύπωσης που προκαλούσε, αφού ο παιδικός της χαρακτήρας δεν της επέτρεπε ακόμη να έχει επίγνωση της ομορφιάς των χαρακτηριστικών της και του αρχοντικού της παραστήματος. Έβλεπε τον κόσμο με καλοσύνη και αγάπη καθώς, κλεισμένη στην πατρική βίλα, δεν γνώριζε την κακία του κόσμου. Τα μεγάλα γαλανά της μάτια πέταγαν αστράκια και γελούσαν πονηρούτσικα όταν σκεφτόταν να κάνει κάποια σκανταλιά για να φουρκίσει τη Ζενεβιέβ, αφού βαριόταν μέχρι θανάτου και αυτή και τα γαλλικά της. Τη βαριόταν περισσότερο και από τον Άγγλο δάσκαλο, τον κύριο Ρόμπινσον, ή τη δασκάλα του πιάνου, την κυρία Άρτεμη.
Τη μόνη που αγαπούσε η Νόρα ήταν την Ελενίτσα, την αγαπημένη μαγείρισσα της οικογένειας Χρυσού. Και αυτό γιατί η καλή γυναίκα τη λάτρευε από παιδάκι και κρατούσε κρυφά τα καλύτερα της κουζίνας για τη «Νορίτσα της». Το γλυκό αγγελούδι του σπιτιού.
__