Η ομηρία
Τη φορά που πρωτοείδε δαρμένη και κλαμένη την Ανθούλα δίχως τα αγγελικά, μακριά μαλλάκια της, η καρδιά της Ελένης-Ζαμπίας ράγισε. Ένα νήπιο μια σταλιά με δυο γάμπες αδράχτια, κρατώντας στις χούφτες του τις μελόχρυσες πλεξούδες του κι έχοντας ένα τσιρότο στο μετωπάκι του, κρυβόταν φοβισμένο πίσω απ’ την κουρτίνα και την κοιτούσε σαν να την είχε ξεχάσει. Η φλέβα στο μεσόφρυδο της ηγουμένης φούσκωσε σαν ποτάμι το καταχείμωνο.
«Τι έκανες στο παιδί, βρε αφορεσμένε; Γιατί το κούρεψες; Γιατί φαίνεται σκιαγμένο σαν να ’δε τον Διάβολο;» έβαλε τις φωνές στον αδερφό της, αλλά εκείνος, ασυγκίνητος, της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο χολή κι έγνεψε στο παιδί να φύγει για να λογαριαστεί με την αδερφή του.
«Αν αγαπάς, όπως λες, τη θυγατέρα μου, θα κάνεις ό,τι σου λέω. Θα βάλεις καλά στο μυαλό σου πως ένα λάθος σου ή μια ξεροκεφαλιά σου μπορεί και να στοιχίσει την ευτυχία της ή ακόμα και τη ζωή της. Ας πούμε, μπορεί, ενώ παίζει, να χύσει πάνω της ένα μπρίκι καυτό νερό ή να σκοντάψει και να πέσει ανοίγοντας το ξανθό κεφαλάκι της».
«Δεν θα το κάνεις αυτό στο σπλάχνο σου!» ούρλιαξε η Ζαμπία, αλλά ένιωσε πως ο Δρόσος δεν μπλόφαρε. Τον γνώριζε από παιδί και ήξερε πως ήταν από γεννησιμιού του ικανός για τα πάντα. Τον θυμόταν πόσο άσπλαχνα έπνιγε τα γατιά βάζοντάς τα ανάμεσα στις πόρτες και πόσο απολάμβανε το επιθανάτιο νιαούρισμά τους. Πλάσμα χωρίς συναισθήματα και δίχως τον συναγερμό της συνείδησης που αναγκάζει τους ανθρώπους να βάζουν φρένο στα ένστικτά τους, της φύτεψε έναν φόβο απ’ τον οποίο δεν τόλμησε να αποδράσει για χρόνια. Όχι τουλάχιστον πριν σώσει την Ανθούλα. Και αυτή ήταν η πιο αβάσταχτη ενοχή της έκτοτε: η υποταγή της. Η σιωπή της, που κατέληξε να είναι συνενοχή.
Προσέγγιζε τα κορίτσια στα γύρω χωριά, τα μαργιόλευε με θεωρίες για την απέραντη Θεία Αγάπη, για τη γαλήνη που κερδίζει κανείς επικουρώντας τον Κύριο, για την αρμονία ψυχής και σώματος όταν η σάρκα παύει να υποτάσσεται στις ορμές της. Όπως ένας έμπειρος εραστής μπορεί να αποπλανήσει μια παρθένα, έτσι και η Ζαμπία, εξασκημένη πια πλανεύτρα κι από πάνω φοβισμένη όσο ο παπα-Δρόσος κρατούσε όμηρο την ίδια του την κόρη, εκτελούσε σαν στρατιώτης τις διεστραμμένες εντολές του.
«Οι κοτσίδες και το τσιροτάκι είναι μόνο η προειδοποίηση, αν δεν κάμεις αυτό που λέω…» την απείλησε ο τρισκατάρατος, κρατώντας της μανιάτικο το υπονοούμενο που του πέταξε μετά το εξόδιο όταν πρόσεξε και η ίδια το σημάδι της Ασημένιας στο φέρετρο.
«Τι ήταν εκείνη η μελανιά στο μάτι της; Σίγουρα πέθανε απ’ την καρδιά της;» ήταν η φράση της Ζαμπίας, που πυροδότησε τον φόβο του παπά και τον έκανε να λάβει τα μέτρα του χρησιμοποιώντας την κόρη του για να της ράψει το στόμα.
Όσα ειπώθηκαν εκείνο το απόγευμα, έμειναν μεταξύ τους και στάθηκαν ικανά να μετατρέψουν την αλλοτινή αγέρωχη Ελένη σε μια πειθήνια μοναχή, που μπορούσε ακόμα και να σκοτώσει αν τη διέταζε ο παπα-Δρόσος.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
«Από μένα ό,τι θες… Αρκεί να βλέπω την Ανθούλα και να είμαι σίγουρη πως είναι εντάξει. Μόνο να μη βλάψεις το παιδί», του είπε ξεψυχισμένα με σκυφτό κεφάλι, πριν φύγει από το σπίτι, κι έκτοτε δεν ξανασήκωσε ανάστημα στον ρασοφόρο διάβολο.
«Όπως σου όρισα εξαρχής, θα τη βλέπεις κάθε δεύτερη και τέταρτη Κυριακή του μήνα», της αποκρίθηκε ο παπάς και δεν δέχτηκε να παζαρέψει κι άλλο τον αριθμό των συναντήσεων παρά τις ικεσίες της αδερφής του. Είχε το πάνω χέρι σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση, και η Ζαμπία αναγκάστηκε να υποκύψει στα ψίχουλα που της πρόσφερε και να δεχτεί τη σαδιστική ελεημοσύνη του. Όσο κι αν ήθελε να χυμήξει πάνω του και να τον πνίξει με τα ίδια της τα χέρια, δεν τόλμησε να κάνει τίποτα.
Κάθε δεύτερη και τέταρτη Κυριακή, λοιπόν, θα αντάμωνε την ανιψιά της, για να την ψαχουλέψει με το βλέμμα της και να βεβαιωθεί πως είναι σώα και αβλαβής, πως τα ματάκια της δεν κρύβουν πόνο και πως τα λόγια της, που πλήθαιναν από φορά σε φορά, φανέρωναν έστω μια υποτυπώδη ανεμελιά. Πάντα κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι του παπα Δρόσου. Η κουνιστή πολυθρόνα του αντηχούσε σαν εκκρεμές στη σάλα έτσι όπως κινιόταν πέρα-δώθε, μετρώντας εκνευριστικά τον λίγο χρόνο που άφηνε ο τρισκατάρατος τη Ζαμπία να θρέψει με την αγάπη της το παιδί.
Ποτέ, βέβαια, δεν αντίκρισε ξέγνοιαστη την Ανθούλα σαν φυσιολογικό παιδί. Της αρκούσε όμως να τη βλέπει ήρεμη. Να έχει η όψη της την αταραξία του ανθρώπου που μαθαίνει να συνυπάρχει με τον φόβο του. Έναν φόβο-τρωκτικό που ροκάνιζε την αθώα καρδούλα της. Η Ζαμπία, κάθε φορά που έφευγε από το παπαδόσπιτο, ορκιζόταν πάντα το ίδιο πράγμα: να κλείσει κάποτε τη στρόφιγγα του φόβου που κολυμπούσε στο βλέμμα της και να την απαλλάξει από τον τύραννο. Κι ας γνώριζε πως ήταν δύσκολο ετούτο το κατόρθωμα, ξέροντας πως η άγουρη ψυχή της ανιψιάς της αδυνατούσε να διαχειριστεί όχι μονάχα την ψυχρότητα και τη σκληράδα του πατέρα της, αλλά και τις εικόνες που επικρατούσαν στο σπίτι, όταν ο παπα-Δρόσος γινόταν αγρίμι και ξεσπούσε τον θυμό του στις παρακόρες του.
Τον θυμόταν. Ήξερε πως, όταν φούντωνε η ξεκαπίστρωτη οργή του, άνοιγε μια υποχθόνια ψυχική καταπακτή κι έβγαινε από μέσα του ένας δαίμονας. Ένα βλέμμα του αρκούσε για να ζαρώνει η Ανθή στη γωνίτσα της και να μη βγάζει μιλιά κι ένα σήκωμα του φρυδιού του της φάνταζε χειρότερο από σκαμπίλι. Φόβητρο, επομένως, ο παπάς και για τις δυο τους και συνάμα φίμωτρο για τη Ζαμπία η ιδιότυπη ομηρία της ανιψιάς της. Η ολιγόωρη συντροφιά τους, κάθε δεύτερη Κυριακή, λειτουργούσε σαν τσιρότο στην εύθραυστη ψυχούλα του παιδιού, αλλά αδυνατούσε να καλύψει το κενό της μάνας.
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, ωστόσο, η ηγουμένη παρέμεινε πιστή στα κυριακάτικα ραντεβού τους, έστω και με κουτσουρεμένη την ελπίδα να ξεφορτωθούν τον ρασοφόρο σατράπη. Με χιόνια, βροχές και λιοπύρια. Χαρίζοντάς της κάθε φορά ένα καινούριο κομποσκοίνι για να μετράει τις προσευχές της και συνάμα τις μέρες ως την επόμενη αντάμωση.
Παρατηρώντας πάντα με κομμένη την ανάσα αν η μικρή είχε πάνω της σημάδια από τον γνώριμο και ευέξαπτο χαρακτήρα του αδερφού της, αν ήταν χλωμή και αν είχε δέσει κάπως το ισχνό κορμάκι της. Παρηγορώντας τη με το γαλήνιο βλέμμα της όποτε την έβρισκε πικραμένη και περιμένοντας να της ομολογήσει τι έκρυβε η σιωπή των αγέλαστων χειλιών της, καθώς ζούσε δίχως στοργή και αποκούμπι στο σπίτι του πατέρα της.
Όταν μάλιστα της έβαλε η μικρή στα χέρια το βιβλίο της πρώτης δημοτικού με ένα αμυδρό μειδίαμα στο τριανταφυλλένιο στοματάκι της δείχνοντας διψασμένη για μάθηση, αγαλλίασε η καρδιά της Ζαμπίας και ορκίστηκε πως θα έκανε τα πάντα για να έχει η Ανθούλα καλύτερη τύχη από την ίδια με τα γράμματα.
«Άσ’ την τουλάχιστον να συνεχίσει το σχολείο, αφού το αγαπάει τόσο», ικέτεψε τον παπα-Δρόσο, καθώς η Ανθή άλλαζε τάξεις και αποδείκνυε τη ροπή της προς τη γνώση.
«Από σένα εξαρτάται και τούτο», της υπενθύμισε τον μόνιμο εκβιασμό του. «Αλλά θα επιστρέψει στο χωριό και θα πάρει όποιον διαλέξω», συμπλήρωσε, μη θέλοντας να ρίξει
την περηφάνια του, και η Ζαμπία συμφώνησε δίχως δεύτερη κουβέντα κι ας ήξερε πως θα επιορκούσε. Αν ήταν δυνατό η ανιψιά της, έπειτα από τα γράμματα που θα μάθαινε, να επέστρεφε σ’ αυτό το κολαστήριο για να υποταχτεί στις στενόμυαλες απαιτήσεις του πατέρα της! Ας άνοιγε όμως πρώτα τα φτερά και τον νου της, ας δυνάμωνε με τις σπουδές κι έπειτα θα έβαζαν κάτω τον παπατράγο και θα του τα έψελναν όπως του άξιζε. Χώρια που είχε κατά νου κι άλλο ένα σχέδιο που θα έμπαινε σε εφαρμογή μόλις σιγουρευόταν πως η Ανθή ήταν ασφαλής και μακριά απ’ τον Παράδεισο.
Έκτοτε, κάθε που συναντούσε η Ζαμπία την ανιψιά της, της έφερνε μια αγκαλιά βιβλία από τον βιβλιοπώλη που παράγγελνε κι εκείνη τα δικά της. Από τη δευτέρα κιόλας δημοτικού αυτό έκαναν όποτε αντάμωναν. Διάβαζαν. Για την ακρίβεια, διάβαζε η Ανθή τα παραμύθια που της χάριζε η θεία της και η Ζαμπία έλεγχε τη σχολική της επίδοση και χαιρόταν που η μικρή είχε μυαλό ξυράφι και προόδευε στα μαθήματα. Κι όταν ο παπα-Δρόσος βεβαιώθηκε για τις αθώες συναντήσεις τους, άρχισε να αποσύρεται πότε πότε στην κάμαρά του, αφήνοντάς τες να κουβεντιάσουν και να απολαύσουν τη σπάνια παρέα τους. Και τότε η Ζαμπία φρόντιζε να καλύπτει το έλλειμμα τρυφερότητας που είχε η μικρή, χαρίζοντάς της τις αγκαλιές που είχε στερηθεί.
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια η ηγουμένη τηρούσε απαρέγκλιτα το ίδιο δρομολόγιο στο μονοπάτι του Διαβόλου, απτόητη από μπουρίνια και ξεροβόρια∙ βάζοντας πάνω απ’ όλα τα ιδιότυπα ραντεβού της με την Ανθούλα∙ λαχταρώντας και η ίδια εκείνο το αλισβερίσι στοργής και αγάπης με το παιδί, όπως το χώμα το νερό. Πάντα απαλύνει τις ενοχές του αμαρτωλού μια πράξη θεάρεστη…__