Πέρα από το ύφος και τη γλώσσα που με γοήτευσαν, το αίσθημα που αποκόμισα διαβάζοντας τις «Ασυγχώρητες» είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο με ποικίλους θεματικούς άξονες. Εσείς πώς θα προσδιορίζατε τη θεματική του;
Σίγουρα δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για τον έρωτα, αλλά αφορά και άλλους διαχρονικούς προβληματισμούς όπως την έννοια της συγχώρεσης, της εκδίκησης, της φιλίας, της μητρότητας και εν γένει της γυναικείας φύσης. Μα πάνω απ’ όλα είναι ένα βιβλίο για την αιώνια αμφιβολία περί συμπαντικής δικαιοσύνης που καιροφυλαχτεί και επιστρέφεται. Πάνω σε αυτούς τους άξονες υφαίνω το μυθιστόρημα.
Ποια είναι η ιστορία που πραγματεύεστε;
Μέσα από δύο ερωτικά τρίγωνα σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους (η ιστορία ξεκινάει το 1956) παρακολουθούμε τους ήρωες και τις ηρωίδες να συνθλίβονται και να αναζητούν τον τρόπο να διαχειριστούν τα αμαρτήματά τους και να συγχωρέσουν τους θύτες τους μα και τους εαυτούς τους. Το πρώτο ερωτικό τρίγωνο αποτελείται από δυο φίλους, τον Βαλάντη και τον Επαμεινώνδα και συνάμα την Ασημίνα, το μήλον της έριδος ανάμεσά τους, ενώ το δεύτερο αφορά τη διεκδίκηση του ίδιου άντρα από τη μάνα και την κόρη. Ενώ η ιστορία έχει σαφώς ερωτικό επίχρισμα, τα όσα επακολουθούν για τους ήρωες και τους απογόνους τους έχουν τεράστιες προεκτάσεις ανάλογα με τις επιλογές τους και τη διαχείριση των λαθών και των παθών τους.
Αν σας ρωτούσα για ποιο λόγο γράψατε τις «Ασυγχώρητες» τι θα λέγατε;
«Οι Ασυγχώρητες» είναι ένα βιβλίο που δημιουργήθηκε για να αναδείξω, όπως αναφέρω, χαρακτηριστικά και στο βιβλίο, πως η ανθρώπινη βούληση και όχι ο Θεός είναι πάντα η παράμετρος που καθορίζει την τροπή του παιχνιδιού. Ο Θεός είναι απλώς ο γκρουπιέρης που μετράει τις μάρκες, ελέγχει ποιος παίζει τίμια και ανακοινώνει τον νικητή ή τον χαμένο. Αυτός που επιβραβεύει τον έντιμο και τιμωρεί όποιον παίζει με χαρτιά σημαδεμένα. Αυτή είναι η ενδόμυχη πίστη μου, ο τρόπος που εγώ αντιλαμβάνομαι τον Θεό και τον ρόλο του ανθρώπου επί γης, και αυτήν θέλησα να αναδείξω μέσα απ’ τις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Ποιο μήνυμα μεταφέρει στους αναγνώστες το «δυστύχημα» ενός ψαριού να πιαστεί στο αγκίστρι ενός ψαρά. Και τι μας ενδιαφέρει μια τέτοια, ας την πούμε, λεπτομέρεια;
Πράγματι, η έναρξη του βιβλίου, το ότι πιάνεται δηλαδή ένα ψάρι στο αγκίστρι ενός συγκεκριμένου ψαρά, μπορεί να φαντάξει περίεργα στις πρώτες σελίδες. Οταν όμως ο αναγνώστης ανακαλύψει ποιος είναι αυτός ο ψαράς και συνάμα ποιος είναι εκείνος που θα αγοράσει αυτό το ψάρι, τότε η ιστορία ξετυλίγεται, οι μοχλοί της συγγραφής του βιβλίου αποκαλύπτονται και το αιώνιο ερώτημα που ήθελα να αναδείξω ξεπροβάλλει απαντημένο απ’ την τροπή της ιστορίας μου. Γιατί όσο οι σελίδες τρέχουν τα πρόσωπα φανερώνουν τον χαρακτήρα και τις προθέσεις τους, ο Βαλάντης, ο Επαμεινώνδας, η Ασημίνα, η Μέλπω, η Αλεξάνδρα, ο Βαρδής και η Ρωξάνη μου έρχονται να επιβεβαιώσουν μέσα από τα βιώματά τους και τις υποδόριες συνδέσεις των γεγονότων που σημαδεύουν τις ζωές τους πως οι εμπειρίες του καθενός είναι συχνά ποινές ή επιβραβεύσεις για τις αποφάσεις και τις πράξεις τους.
Ολοι οι ήρωες και των τριών γενεών βρίσκονται αντιμέτωποι με σταυροδρόμια επιλογών που καθορίζουν τις ζωές τους και τις ζωές των απογόνων τους, συχνά σκληρά και αναπόδραστα. Ποιο είναι το κυρίαρχο δίλημμά τους;
Τα διλήμματα των ηρώων μου, αλλά και κάθε ανθρώπου τελικά, είναι δύο: Το καλό ή το κακό, η συγχώρεση ή η εκδίκηση. Τόσο η Μέλπω, η μητέρα του Λεωνίδα Αγαπητού, όσο και οι κόρες του ζεύγους Αγαπητού, η Αλεξάνδρα και η Ρωξάνη, βρίσκονται αντιμέτωπες με αυτές τις αποφάσεις. Τις αποκαλώ «ασυγχώρητες» άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο ως συγγραφέας, και άλλοτε φορώντας «τα παπούτσια» τους επειδή οι ίδιες αδυνατούν να συγχωρέσουν τον εαυτό τους. Και ειλικρινά, χρειάστηκε να φτάσω στο πέρας του βιβλίου για να καταλήξω στο συμπέρασμα πως το χειρότερο στη ζωή είναι να αδυνατείς να αυτοσυγχωρεθείς.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Η λαγνεία είναι μια μαγεία που δεν λύνεται ούτε με ξόρκια ούτε με εξορκισμούς. Ομοιοπαθητικά πολεμιέται μόνο η ακαταμάχητη έλξη των εραστών. Κλείσ’ τους σ’ ένα δωμάτιο κι άσ’ τους να μπουχτίσουν τον έρωτα. Να κατασπαράξουν τις σάρκες τους σ’ ένα κρεβάτι, ώσπου να κορεστεί ο πόθος, να στραγγίξει το κορμί τους από λαχτάρα, να πει η ψυχή νισάφι και να θελήσει να απαγκιάσει μονάχη της σε μια γωνίτσα, να ξαποστάσει και να ζυγίσει το απόσταγμα των όσων έζησε. Τότε αρχίζει η ύπουλη επιστροφή του ερωτευμένου στα συγκαλά του. Τότε αρχίζουν να ξεθωριάζουν τα φίλτρα του έρωτα και τα μάτια να ξεθολώνουν, για να διακρίνουν αν αυτό που έζησαν ήταν ληστεία και ξόδεμα του εαυτού τους ή αγάπη ατόφια. Και ο Βαλάντης δυστυχώς με την Ασημίνα είχαν περάσει αυτή τη δοκιμασία. Κι όσο νόμιζαν στην αρχή πως τους ένωνε μόνο η σαρκική τους πείνα, το δέσιμό τους ήταν τέτοιο τελικά που άρχιζαν να υποπτεύονται πως αγαπιούνταν παράφορα και απελπισμένα κι ας μην έβγαζαν απ’ τα χείλη τους τη λέξη».