Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Ο ψαλμός της Αθηνάς στη Μητρόπολη
Μπήκε στη Μητρόπολη Αθηνών και προχώρησε κατευθείαν προς το ιερό. Κοιτώντας δεξιά και αριστερά, είδε μόνο τους καντηλανάφτες να καθαρίζουν βιαστικοί τα απομεινάρια από τα καμένα κεριά. Αφησε την τσάντα της σε ένα μπροστινό στασίδι και γονάτισε ένα βήμα πριν από το σκαλοπάτι του σολέα. Εκεί, με σκυμμένο το κεφάλι, άρχισε να ψιθυρίζει μια προσευχή. Ή έτσι, τουλάχιστον, νόμιζαν όλοι όσοι την είδαν.
Ηταν απόγευμα, αρχές καλοκαιριού, και ο Καθεδρικός Ναός της Αθήνας, στολισμένος ήδη με λευκά λουλούδια σε κασπό, ετοιμαζόταν να γίνει το σκηνικό μιας ακόμα γαμήλιας τελετής. Εκείνη, παραμένοντας πάντα σκυφτή, άρχισε να γδύνεται. Εβγαλε την μπλούζα, το τζιν και τα εσώρουχά της. Μετά, έλυσε τον κότσο της. Η γυμνή της πλάτη καλύφθηκε από τα χειμαρρώδη μαλλιά της. Κανένας δεν παρατήρησε τις κινήσεις της, μέχρι που άρχισε να ψέλνει. Πλημμύρισε ο ναός από τη μελωδική της φωνή και τα μπερδεμένα τροπάρια. Οι καντηλανάφτες μόλις την είδαν αναστατώθηκαν κι έτρεξαν δίπλα της. Εσπευσαν να τη συνετίσουν ή να τη βγάλουν έξω∙καμιά ανισσόροπη θα είναι, σκέφτηκαν. Λοξοκοιτώντας τους είδε να την πλησιάζουν∙και τότε άρχισε να κλαίει γοερά. Ολο και πιο δυνατά. Συνταρασσόταν ολόκληρη από λυγμούς, δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα, στο λαιμό, στο στήθος, στην κοιλιά της.
Κι άξαφνα, οι καντηλανάφτες ακινητοποιήθηκαν δίπλα της, με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους και με τα χέρια τους τεντωμένα προς το μέρος της, ο ένας είχε μαζέψει από κάτω τα ρούχα της. Και δύο γερόντισσες, λίγα μέτρα πιο πίσω, έμειναν με το ένα πόδι μετέωρο καθώς έτρεχαν κοντά της. Ο καπνός από τη φλόγα των κεριών έμεινε στάσιμος. Ακόμα και οι άνθρωποι που στόλιζαν τον ναό για τον επικείμενο γάμο βάζοντας άνθη και κεριά στα σκαλιά της μητρόπολης μαρμάρωσαν. Ενας την ώρα που άναβε τσιγάρο. Πάγωσε κι αυτός ρουφώντας και η κάφτρα κατακόκκινη φώτιζε το ζαρωμένο πρόσωπό του.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Κι εκείνη σταμάτησε το κλάμα και συνέχισε να ψέλνει, δυνατά. Σε κάθε στεναγμό της έτριζαν οι εικόνες στο τέμπλο, ανοιγόκλειναν με θόρυβο τα στασίδια, λύγιζαν ο βαρύς άμβωνας του Φιτάλη και το δεσποτικό. Σε κάθε της αναπνοή τραβούσε όλο και πιο κοντά της τα πέταλα από τα λευκά τριαντάφυλλα, σε κάθε εκπνοή τα έστελνε να συντριβούν στους τοίχους της εκκλησίας, αφήνοντας τα κοτσάνια τους μαδημένα. Κάποια στιγμή άνοιξε διάπλατα τα χέρια της και συνέχισε με έναν ύμνο. Και τότε, μια βροντή συντάραξε συθέμελα τη Μητρόπολη και έσπασε η μαρμάρινη λάρνακα του Γιαννούλη Χαλεπά. Σείστηκε και ο πολυέλαιος και άρχισε να κινείται ρυθμικά, αναπηδούσαν τα κηροπήγια σε κάθε της νότα.
Και ξαφνικά, εμφανίστηκαν μπροστά της ο Φρανσουά Μπουλανζέ και ο Παναγής Κάλκος. Εκπληξη διαγράφτηκε στα πρόσωπά τους όταν∙την αναγνώρισαν. Κοιτούσαν γύρω τους απορημένοι, ούτε ο σεισμός του 1999 δεν είχε επιφέρει τέτοια καταστροφή στο δημιούργημά τους. Η τρίκλιτη βασιλική με τον ζωγραφισμένο τρούλο τρανταζόταν συθέμελα, ενώ ο χρόνος στον περίλαμπρο ναό είχε ακινητήσει. Εμοιαζε να ’χει συρρικνωθεί,∙όλα να γίνονται βορά στον ήχο εκείνης της γυναίκας, στο τραγούδι μιας σειρήνας που λες και πάσχιζε να ανατρέψει τα πάντα.
Κάποια στιγμή, η γυναίκα κουράστηκε. Κουλουριάστηκε στο χαλί σαν το έμβρυο στη μήτρα. Και σκόρπισαν τα πέταλα καταγής σαν πούπουλα, και σώπασαν τα στασίδια. Ο καπνός των κεριών άρχισε πάλι ν’ ανεμίζει προς τον τρούλο. Οι δύο γερόντισσες κατάφεραν να κατεβάσουν το πόδι τους στο επόμενο βήμα,∙η μία παραπάτησε,∙παραλίγο να πέσει πάνω στην άλλη. Μπόρεσε κι ο εργάτης να τραβήξει τον καπνό από το τσιγάρο του δυνατά ως τα βάθη των πνευμόνων του. Δύο χέρια άρχισαν να την ντύνουν με βιαστικές κινήσεις. Κι ύστερα να την σπρώχνουν να φύγει. Να βγει έξω από τον ναό, να χαθεί μακριά. Κόσμος θα άρχιζε να μπαίνει από την κύρια είσοδο και τη φυγάδευσαν από την πλαϊνή.
Στο προαύλιο του ναού, οι καλεσμένοι είχαν μαζευτεί για να καλωσορίσουν τη νύφη, έτσι κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της. Προχωρούσε ανάμεσά τους, ιδρωμένη και ανάστατη. Στάθηκε σε μια άκρη και είδε το ωραίο αυτοκίνητο που σταμάτησε. Ενας καλοστεκούμενος ηλικιωμένος πατέρας, ροδαλός από την αγωνία, συνόδευσε τη κόρη του να ανεβεί τα σκαλιά του ναού. Οταν ο κόσμος τούς ακολούθησε, χώθηκε κι εκείνη ανάμεσά τους, παριστάνοντας την καλεσμένη. Η εκκλησία βρισκόταν σε πλήρη τάξη, τα τριαντάφυλλα στα κασπό μοσχομύριζαν. Τα κιονόκρανα και ο άμβωνας στη θέση τους. Χαμογέλασε.
Πρώτη από όλους έφυγε από τον γάμο όταν ο κόσμος άρχισε να χαιρετά τους χαρούμενους νεόνυμφους. Κατηφόρισε τη Μητροπόλεως και ενσωματώθηκε με το πλήθος των τουριστών. Διέσχιζε τους δρόμους στη πολύβουη πόλη της και χάζευε τα πολύχρωμα αναμνηστικά των καταστημάτων που οι έμποροι εξέθεταν στα πεζοδρόμια. Επιασε στα χέρια της ένα δικό της, μια φτηνή ρέπλικα του χρυσελεφάντινου αγάλματός της που κοσμούσε κάποτε τον ναό της. «15 ευρώ», άκουσε τον έμπορο να της λέει και το άφησε στη θέση του. H θεά Αθηνά σήκωσε ψηλά το βλέμμα της,∙κοίταξε προς τον λόφο της Ακρόπολης,∙ο ναός της έστεκε εκεί, αγέρωχος όπως πάντα, σύμβολο μιας αιώνιας μνήμης.
Αθέατη συνέχισε να βαδίζει. Σουρούπωνε, ώρα να γυρίσει σπίτι της, σκέφτηκε. Απόψε θα συναντούσε τον Φειδία. Στα μαλλιά της μπλεγμένο είχε μείνει ένα πέταλο. Το ακούμπησε με τα ακροδάχτυλά της. Φωτίστηκε το πρόσωπό της, άρχισε να ψηλώνει. Μύριζε θάλασσα και καταπράσινο γρασίδι. Μύριζε γαλαξίες και δάκρυα, κοσμογονία και χάος, προσδοκία, πάθη και ηδονή. Μύριζε τη συγκίνησή της.