Γεννήθηκα Δεκέμβρη του 1951 στη Δεσφίνα, κεφαλοχώρι στην ανατολική άκρη της Φωκίδας, στις υπώρειες του Παρνασσού, στο οροπέδιο απέναντι από την Αράχοβα, αντίκρυ στις Φαιδριάδες. Εζησα στο χωριό μέχρι το 1963 που πήγα στην Αμφισσα, στο Γυμνάσιο, μένοντας σε νοικιασμένο δωματιάκι κι αργότερα στην Αθήνα για σπουδές.
Το πατρικό μου, γωνιακό πετρόκτιστο, στη βορειοανατολική άκρη του χωριού, απ’ το χαγιάτι του οποίου έβλεπα τα σπίτια και τα χωράφια, καθώς και την εποχική λίμνη, που σχηματιζόταν από τις βροχές το χειμώνα και πολλές χρονιές πάγωνε και μετατρεπόταν σε χώρο παιχνιδιού για τα παιδιά, κι ακόμη η θέα εκτεινόταν μέχρις εκεί που χανόταν η εικόνα στον ορίζοντα και ήξερα πως πίσω ήταν η θάλασσα, η πόλη της Ιτέας και το Γαλαξίδι.
Μεγαλώνοντας σε ένα χωριό όπου το τραύμα του Εμφυλίου ήταν ανοιχτό, έζησα τον απόηχο της αντιπαλότητας ανάμεσα σε οικογένειες και πολλές φορές οι παλιές ιδεολογικές διαφορές γίνονταν πρόσχημα για να λυθούν αλλότριες έχθρες, όπως εκείνη τη φορά που το εξαπατημένο κορίτσι παραμόνευσε τον άντρα που αθέτησε την υπόσχεσή του και τον έκανε κομμάτια με μια χειροβομβίδα ή εκείνο το πρωί, στο χάραμα, που σηκώθηκε στο πόδι το χωριό από τις εκρήξεις δυναμίτιδας που πέταξαν παραγκωνισμένοι καταδότες της χωροφυλακής, στο παράθυρο του δωματίου όπου κοιμόντουσαν τα κοριτσάκια του αστυνόμου. Και, τέλος, το μαύρο δειλινό που, παίζοντας στην άκρη της χωματένιας αυλής του σπιτιού του, ο μικρότερός μου φίλος εξαερώθηκε καθώς ψαχούλευε μια σκουριασμένη χειροβομβίδα, ξεχασμένη, θαμμένη στα χώματα από την εποχή του Εμφυλίου.
Δύο ήταν οι τόποι των ομαδικών παιχνιδιών μας: ο πευκώνας του Αγίου Χαραλάμπους και η πλατεία του χωριού. Τα παιχνίδια μας, κατά τεκμήριο, αυτοσχέδια, φτιαγμένα με σύρματα που έδεναν οι μεγάλοι τα δεμάτια στο θερισμό, με τα οποία φτιάχναμε τάχα αυτοκίνητα με καρότσες από κούτες τσιγάρων, όπως εκείνη η στενόμακρη των 88 άφιλτρων σιγαρέτων Εθνος, κι ακόμη επικίνδυνα παιχνίδια με ασετιλίνη στερεή που εμποτίζαμε σε μικρές γούβες γεμάτες νερό και πάνω τους τοποθετούσαμε άδειες κονσέρβες, κι όταν η ασετιλίνη έβραζε εκτοξεύονταν. Κυνηγούσαμε πουλάκια με σφεντόνες που οι ίδιοι κατασκευάζαμε ή στήναμε ξόβεργες.
Παίζαμε καουμπόηδες – ινδιάνοι και θυμάμαι τον φίλο μου Αλέκο που διάλεγε να είναι αρχηγός των ινδιάνων και ποτέ δεν αμφισβητούσε την πορεία της «σφαίρας» όταν ο αντίπαλος τον έβαζε στο στόχο κι εκείνος θεαματικά έπεφτε από το κλαδί του πεύκου και χτυπούσε στις πέτρες, ενώ όλοι εμείς πάντα αμφισβητούσαμε τη «σφαίρα» ή το «βέλος», λέγοντας ότι δεν μας βρήκε κι ότι πέρασε ξυστά και τέτοια, γιατί δεν μας διέκρινε η αίσθηση δικαίου αλλά η ζαβολιά. Φτιάχναμε επίσης βαρκάκια περίτεχνα από φλούδες των πεύκων με σουγιαδάκι που πάντα είχαμε στην τσέπη και τα πλέαμε στις μεγάλες γούβες των χωματόδρομων που γέμιζαν με νερό της βροχής το χειμώνα.
Στην πλατεία του χωριού παίζαμε αμπάριζα, κλέφτες κι αστυνόμοι, και τέτοια. Ωστόσο, πολλές φορές, παίζοντας, γινόμασταν μάρτυρες των κοινοτικών δρώμενων που γίνονταν στην πλατεία ή περνούσαν από εκεί, όπως γάμοι, κηδείες ή γλέντια με κομπανίες. Θυμάμαι πάντα εκείνο το πικρό τραγούδι των συγγενών πηγαίνοντας να πάρουν τη νύφη για τη στέψη και τραγουδούσαν εδώ σε τούτ’ τη γειτονιά δεν πρέπει να ΄ν’ φεγγάρι / μον’ πρέπει να ‘ναι ερημιά κι ένα βαθύ σκοτάδι, θρηνώντας, λες, για το νιο κορίτσι που πήγαινε στη ξενιτειά του γάμου.
Στις αρχές της δεκαετίας 1960 κατασκευάστηκε, σκεπαστό, κανάλι απορροής των ομβρίων, από το βόρειο πλευρό της πλατείας μέχρι τη δυτική έξοδο του χωριού. ωσπου να δοθεί σε λειτουργία βρήκαμε ένα ακόμη χώρο παιχνιδιού αφού κάναμε τους μικρούς εξερευνητές μπαίνοντας στο πολύ μακρύ τούνελ, σκυμμένοι, μέσ’ στο σκοτάδι, φωτίζοντας με σπίρτα, παραβγαίνοντας ποια ομάδα θα βγει σε χρόνο μικρότερο από όλες τις υπόλοιπες.
Κάποια φορά, μαζί με τον συμμαθητή μου τον Μπάμπη, αποφασίσαμε και φτιάξαμε «τύχες» – μικρά τυλιγμένα χαρτάκια τα οποία όταν ανοίγονταν, υποτίθεται ότι θα ανέγραφαν τι κερδίζει ο αγοραστής τους. Φτιάξαμε καμιά πενηνταριά «τύχες» και βγήκαμε στην πάνω πλατεία έχοντας απλωμένα και τα υποτιθέμενα δώρα: χωμάτινους και γυάλινους βώλους, μία σφεντόνα, λίγες τσίχλες και τέτοια. Βάλαμε ως τιμή πώλησης κάθε «τύχης» τη μία δεκάρα. Οι πρώτοι συνομήλικοί μας που αγόρασαν ανοίγοντας το χαρτάκι έβρισκαν γραμμένη τη λέξη «χάνει». Το ίδιο και οι επόμενοι, αλλά και όσοι άλλοι αγόρασαν στη συνέχεια. Ωσπου έγινε αντιληπτή η κομπίνα μας και εισπράξαμε τις βρισιές των φίλων μας καθώς και μερικές ψιλές. Είχαμε γράψει σε όλα τα χαρτάκια «χάνει»…
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Το σχολείο μας, επιβλητικό, από το κληροδότημα Συγγρού, στη νοτιοδυτική άκρη του χωριού στέγασε τον πόθο μου για μάθηση. Ημασταν 64 παιδιά στην τάξη, αφού οι γονείς μας, ανασαίνοντας από το τέλος της φοβερής δεκαετίας του 1940, πραγματοποίησαν τους γάμους τους το 1950, βέβαιοι ότι πια μπορούν να στεριώσουν ειρηνικά τις ζωές τους. Συνεχίσαμε 4 στο Γυμνάσιο, οι άλλοι έμειναν στα πρόβατα και τα χωράφια. Τετράδια όμορφα μας έδινε η ενορία, από τα δέματα της UNRRA και θρεφόμασταν από τα μαθητικά συσσίτια. Την τσάντα μου είχε υφάνει η μάνα στον αργαλειό και παρουσίαζε την κεφαλή ενός ελαφιού.
Πήγαινα ταχτικά βοηθώντας τον παπά της ενορίας και γευόμουν τον εκκλησιαστικό λόγο και ήχο που προσλάμβανα από τον βυζαντινό ψάλτη πατέρα μου και από τη λειτουργία, τους μαγικούς, στην παιδική μου ακοή, προσδιορισμούς των ποιημάτων της εκκλησιαστικής ποίησης: ψαλμοί, τροπάρια, ευλογητάρια, θεοτοκία, κοντάκια, απολυτίκια, καταβασίες, αντίφωνα, ανοιξαντάρια, εγκώμια, εξαποστειλάρια, ωδές. Ωδές, όπως εκείνη της Ακολουθίας του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, του υπέροχου ποιήματος του βασιλέως Θεοδώρου Β’ του Λασκάρεως, που λέγει: Ίνα τί με απώσω, από του προσώπου σου το φως το άδυτον, και εκάλυψέ με, το αλλότριον σκότος το δείλαιον; Το δείλαιον σκότος, το περίφοβο υπαρξιακό μας σκοτάδι…
Είχα διαρκή επαφή με τη φύση, είτε συνοδεύοντας τους γονείς στα χωράφια και στ’ αμπέλια είτε πηγαίνοντας το άλογο και το γαϊδουράκι μας για βοσκή.
Εζησα τις τραγικές στιγμές μεταφοράς καμένων από κεραυνούς συγχωριανών ή τη σύλληψη κάποιων που δολοφόνησαν για μια αυλακιά τόπο που είχε καταπατηθεί στα μικροχώραφα της ιδιοκτησίας τους.
Εζησα ζωή φορτωμένη μνήμες γλυκές και πικρές, μα έτσι κι αλλιώς ακριβές, γιατί η μνήμη είναι αρραβώνας από έρωτα…
Μνήμες πολύτιμες που τροφοδοτούν εξακολουθητικά την ποίησή μου ανθίζοντας μέσα μου με τα λουλούδια και με τ’ αγκάθια τους.
Από τον Γιώργο Χ. Θεοχάρη
Ειδήσεις σήμερα
Θεσσαλονίκη: Άτομα με ρόπαλα ρωτούσαν «τι ομάδα είσαι;» – 16 προσαγωγές