Παράκληση της οικογένειας είναι αντί στεφάνων, να ενισχυθεί το έργο του Μουσείου Μπενάκη.
Σε ανακοίνωση του Μουσείου Μπενάκη αναφέρεται:
«Οι φίλοι και συγγενείς θα αποχαιρετίσουμε τη Δέσποινα Γερουλάνου αύριο Πέμπτη 20 Απριλίου στις 17:30 στη Ριτσώνα. Η οικογένεια παρακαλεί όποιος επιθυμεί, αντί στεφάνων να ενισχύσει το έργο του Μουσείου Μπενάκη, με κατάθεση στον ακόλουθο λογαριασμό:
ALPHA BANK
Αριθ. λογαριασμού: 369 00 2002 000759
IBAN: GR31 0140 3690 3690 0200 2000 759
SWIFT CODE (BIC): CRBAGRAAXXX
Στην αιτιολογία κατάθεσης, παράκληση να αναφέρεται το όνομα του καταθέτη και “στη μνήμη Δέσποινας Γερουλάνου”».
Δέσποινα Γερουλάνου: Μια ζωή στο Μουσείο Μπενάκη
Γεννημένη και μεγαλωμένη μέσα στον πολιτισμό, μια γυναίκα η ίδια του πολιτισμού, η Δέσποινα Γερουλάνου, η οποία ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ελευσίνα 2023, μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη και αδελφή του Παύλου Γερουλάνου, έφυγε χθες από τη ζωή. Σύμφωνα με πληροφορίες, έπασχε από αυτοάνοσο νόσημα και τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν με λοίμωξη του αναπνευστικού σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπου και άφησε την τελευταία της πνοή.
Γόνος της οικογένειας των Μπενάκηδων, μεγαλωμένη στο μουσείο, κόρη του Μαρίνου Γερουλάνου και της Αιμιλίας Γερουλάνου-Καλλιγά, εγγονής του Αντώνη Μπενάκη, η Δέσποινα Γερουλάνου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν. Οπως έλεγε η ίδια, μεγάλωσε με τις δύο γιαγιάδες: τη γιαγιά Καλλιγά και τη γιαγιά Γερουλάνου.
Είχε ταυτίσει τη ζωή της με το Μουσείο Μπενάκη και τη διατήρηση των ελληνικών θησαυρών ως απόδειξη της συνέχειας του μεγαλείου της Ελλάδας και της ιστορίας της. Η βυζαντινολόγος μητέρα της, εγγονή του Αντώνη Μπενάκη, ήταν και η πρώτη που είχε διοργανώσει τα πρώτα εκπαιδευτικά προγράμματα στο Μουσείο Μπενάκη και το φωτογραφικό αρχείο.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Εργάστηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο από το 1983 έως το 1990, με τον Δημήτρη Χορν, τον Νίκο Παναγιωτόπουλο κ.ά. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα ζωγραφικής, γλυπτικής και κοσμημάτων στο Παρίσι και το 1992 οργάνωσε την πρώτη της ατομική έκθεση κοσμημάτων στην Αθήνα. Ακολούθησαν περισσότερες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.
Από το 1994 ήταν υπεύθυνη για τα πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη. Αναδιαμόρφωσε μάλιστα το πωλητήριο στο παλιό κτίριο του μουσείου και ίδρυσε τρία νέα, ενώ παράλληλα σχεδίαζε αντικείμενα και προωθητικό υλικό για όλα τα πωλητήρια.
Επιμελήθηκε εκθέσεις και εκδηλώσεις εφαρμοσμένων τεχνών και design, μεταξύ των οποίων οι σειρές «Αναζητήσεις στην Υλη» και «Η βιτρίνα της Κριεζώτου. Ενας καλλιτέχνης προτείνει», αναδεικνύοντας σημαντικούς εκπροσώπους των εφαρμοσμένων τεχνών και του design στην Ελλάδα.
Ηταν μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη και εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Πολιτιστικό Συμβούλιο του Michelangelo Foundation for Creativity and Craftsmanship.
Αγάπησε την Ελευσίνα από την πρώτη στιγμή που την επισκέφθηκε. Η ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι, η ιστορία της πόλης την κέρδισαν. Η ίδια εργάστηκε με συνέπεια, ώστε να αλλάξει η εικόνα που είχε ο κόσμος για την Ελευσίνα, μια πόλη που περνάς απ’ έξω και αποστρέφεις το βλέμμα, όπως έλεγε ο Κουτσαφτής στην «Αγέλαστο Πέτρα». Πίστευε ότι δικαίως εξελέγη ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, καθώς τη θεωρούσε πόλη ξεχωριστή και μοναδική, ως πόλη των Ελευσίνιων Μυστηρίων και γενέτειρα του Αισχύλου, μία από τις πέντε πιο σημαντικές ιερές πόλεις της αρχαιότητας. Στόχος της ήταν να αναδείξει το ευρωπαϊκό προφίλ της πόλης ώστε να αναδειχθεί ως ένας πολιτιστικός προορισμός σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι κρίμα που δεν πρόλαβε να δει το θεσμό της Πολιτιστικής να ολοκληρώνεται και να φέρνει τους καρπούς του στην πόλη.
Ειδήσεις σήμερα
Συντάξεις: Πληρωμές για 7.500 εφάπαξ στο δημόσιο εντός Απριλίου [πίνακες]