Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Εκεί είναι η τέχνη της ζωής. Να αφαιρείς, να ξεφορτώνεις, να πετάς το έρμα, να μην έχεις βαρίδια στα πόδια, να ’ναι τα χέρια σου άδεια για να μπορούν να γεμίσουν. Από πράγματα, από αγκαλιές διαθέσιμες. Να τα τυλίξεις γύρω από τον κορμό ενός δέντρου, να σε γρατσουνά η τραχιά επιφάνειά του, να σου κάνει μικρές πληγές, να πονάς σε όλο το κορμί.
Tις μικρές πληγές της ζωής αναζητούσα. Από μικρό παιδί. Από πάντα δηλαδή. Γιατί το πάντα από εκεί το μετράς. Από τις πρώτες αναμνήσεις. Οταν γυρίζω πίσω, στην πρώτη ανάμνηση, πάντα παγωτό σκέφτομαι. Ενα τραγανό χωνάκι και δυο μπάλες παγωτό. Σοκολάτα πάντα. Πικρή. Να έρχεται σε ισορροπία με τη ζωή. Αλλες μνήμες τις κουβαλώ στην πρώτη γραμμή, κι άλλες τις καταχωνιάζω στα πιο βαθειά λαγούμια του μυαλού, μην τολμήσουν και ξεμυτίσουν. Μα, να που έρχονται, ξεφεύγουν, δραπετεύουν από τα κελιά τους. Είναι αδυσώπητες, σκληρές, είναι πόρνες που δεν θέλουν ν’ αφήσουν άδειο το κρεβάτι. Αυτό που μουσκεύω με ιδρώτα, σάλια και δάκρυα. Πολλά δάκρυα.
Κοίτα, εγώ… δεν ήθελα να ενοχλώ. Να κάνω αυτό που θέλω, να ποζάρω αμέριμνη στη φωτογραφική της ζωής μου, να είναι κάθε εμπειρία ένα στιγμιότυπο και μετά να σβήνει, να αραχνιάζει από τον χρόνο και την εγκατάλειψη. Αυτό ήθελα! Δεν μπορώ να τις κουβαλώ τις εμπειρίες μου. Στο είπα. Να τις ζω, ναι. Να μου γίνονται φόρτωμα, όχι. Τις έχω αποκηρύξει με χαμόγελο, με αγάπη, σχεδόν με τρυφερότητα. Κι έπειτα το ένα πόδι μπροστά, μετά το άλλο, αργά βήματα. Με τον καιρό τρέχοντας να πιάσω νέα γωνιά – πάντα γωνιά πιάνεις για να τα βλέπεις όλα και να ’ναι η πλάτη προστατευμένη- και να ορμήξω σ’ ό,τι μου γυαλίσει. Ανθρωπος, δουλειά, ηλιοβασίλεμα, άχρηστα αντικείμενα, πόνος…
Απ’ όλα τον πόνο αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου. Να τον προκαλώ και να τον δέχομαι. Δεν αστειεύομαι! Ρωτήστε όσους με γνώρισαν. Γνώρισαν! Μεγάλη κουβέντα. Περαστική διαβάτισσα από άγονους κάμπους ήμουν, να τους ποτίσω, ν’ αφρατέψω το χώμα τους και μετά να ρίξω φαρμάκι να μην ξαναπιάσει φύτρα στα σπλάχνα τους.
Εκείνον, στην αρχή, δεν τον πρόσεξα. Είχε πιάσει γωνιά και μοιραζόμασταν τον ίδιο ορίζοντα. Καθείς με την πλάτη καλυμμένη. Ιδιο είδος. Ιδια πάστα. Αναγνωρίσαμε ο ένας τον άλλον. Σε αυτές τις περιπτώσεις γυρνάς το κεφάλι από την άλλη. Μα δεν το κάναμε. Θα ’ταν που ’χαμε κουραστεί ν’ αφρατεύουμε τα χώματα των άλλων. Θα ’ταν, ίσως, που μας είχε περισσέψει φαρμάκι και θέλαμε αντί να το σερβίρουμε, να το πιούμε. Ν’ αφήσουμε το τοξικό καταπότι – ο ένας του άλλου- να κάψει όσα σωθικά είχαμε, ό,τι μας είχε απομείνει, αν είχαμε ποτέ.
Δυο χρόνια πολεμούσαμε να σκοτώσουμε ή να σκοτωθούμε από το φαρμάκι. Το δικό μας, ο ένας του άλλου. Δεν υπάρχει ατιμία να μην κάναμε, πληγή να μην ανοίξαμε, πόνος να μην ξοδεύτηκε. Μα όλα αυτά ήταν κάπως… ανάλαφρα. Δεν είχανε καμιά αγριάδα. Σαν να ’ταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο ο αλληλοσκοτωμός.
Κοίτα… εγώ, εμένα δεν μ’ αρέσει να στρογγυλεύω τα πράματα. Να τα φτιασιδώνω. Ούτε και σε κείνον. Μα πώς αντέχεις τον εαυτό σου συνέχεια λιπόσαρκο; Χωρίς όλα τα «υπέρβαρα» της ζωής; Δύσκολο πράμα.
Η ίδια εικόνα με ξυπνά κάθε βράδυ. Εγώ κι εκείνος ξαπλωμένοι στην αμμουδιά. Νέοι, όμορφοι, ηλιοκαμένοι. Δεν κοιταζόμαστε.. Ο καθένας μιλά στον αέρα πάνω από το κεφάλι του. Οι λέξεις πετούν, ανεβαίνουν ψηλά και μετά πέφτουν και χτυπούν τον άλλον κατακούτελα. Ερχονται καταπάνω μας, γίνονται βαρύ, τραχύ, άγριο τσιμέντο. Το κάνουμε για ώρα. Πολλή ώρα Δυο χρόνια το φαρμάκι έχει αργάσει τις γλώσσες μας. Εχουμε εκπαιδευτεί να πληγώνουμε και να πληγωνόμαστε.
Κοίτα, εγώ… κατά κάποιον τρόπο τον αγάπησα. Τον κουβάλησα μέσα μου όπως δεν είχα κάνει ποτέ και με κανέναν.
Κάθε βράδυ, μόλις κλείσω τα μάτια, βλέπω το κορμί του εκείνο το μεσημέρι. Ξαπλωμένο δίπλα μου. Να μιλά, να λέει, να λέει, να λέει. Τα δικά μου λόγια δεν τ’ ακούω, η δική μου φωνή έχει μπει σε σίγαση. Είναι μονόλογος αυτή η επίθεση.
Απ’ όλα ένα με πείραξε. Εκείνο το «αγάπη μου». Και που γύρισε να με κοιτάξει. Δεν έστρεψα το κεφάλι μου. Το «αγάπη μου» είχε εκτοξευθεί στο άπειρο και είχε πέσει πάνω μου. Με τσάκισε. Διάλυσε όλο το φαρμάκι μεμιάς.
Γυμνή έμεινα. Εχασα τη γωνιά που είχα καβατζάρει από μικρή. Εμεινε η πλάτη απροστάτευτη και όλα τα «υπέρβαρα» του κόσμου, χιλιάδες, εκατομμύρια σφήκες, άφησαν το κεντρί τους στο κορμί μου. Μια πληγή έγινα. Μέσα… έξω… ξανά μέσα.
Κοίτα, εγώ… εκείνο το «αγάπη μου», το απέφευγα. Ηξερα πως αν τ’ αφήσω, θα καταπιώ τη γλύκα του αμάσητη, θα λιγώσω. Δεν την ξεχνάς τη ζάχαρη. Γι’ αυτό τη θέλω πικρή τη σοκολάτα. Εκείνο το μεσημέρι ήρθε η ζάχαρη και μέλωσε το είναι μου. Εκανα κόπο να την ξεπλύνω. Πάλεψα να διώξω τη λιγούρα. Ηταν πολύ για έναν άνθρωπο. Ηταν πολύ για μένα.
Κοίτα, εγώ… τον σκότωσα. Ναι. Δεν ήταν δύσκολο. Είχε φορέσει το «αγάπη μου» κατάσαρκα κι αυτό τον έκανε αδύναμο. Σκοτώνεις κάποιον απροστάτευτο; Ναι. Αν σου ρίχνει τόσο μέλι στο φαρμάκι!
Απ’ όλα τα «υπέρβαρα» της ζωής εκείνον μόνο θέλησα. Μα δεν γινόταν αλλιώς. Δεν είχα μάθει να σκοτώνω το φαρμάκι μέσα μου.
Κοίτα, εγώ… κάθε μέρα ιδρωμένη, ξαπλώνω, στην αμμουδιά, δίπλα του. Ανοίγω τα μάτια, τεντώνω τα χέρια στη μόνη αγκαλιά που τόλμησα και κοιτώ τον ουρανό. Θα πέσει, δεν θα πέσει; Το «αγάπη μου» θα έρθει να με χτυπήσει κατακούτελα. Μόλις με χτυπήσει, μόλις με λιώσει σαν μυρμήγκι με το βάρος του, ξυπνώ. Λιπόσαρκη, ασήμαντη, χωρίς φαρμάκι πια. Να θέλω όλα τα «υπέρβαρα» της ζωής. Μα πιότερο εκείνον.
Κοίτα… εγώ… Αγάπη μου!
Who is who: H Ελενα Χουσνή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πέλλα.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες Εθνος και Εθνος της Κυριακής και σήμερα είναι εκπαιδευτικός στη Σάμο. Βιβλία: «Στα άδυτα… των δυτών» (εκδόσεις Δίαυλος) και από τις εκδόσεις ΚΥΦΑΝΤΑ: «Χρυσή Εκδίκηση», «Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα», «Καταραμένες πολιτείες» και «Κλίμακα F».
Την Τετάρτη: Νικόλας Βεντουρής – Η ΔΙΑΘΗΚΗ
φωτογραφία: Ελεάννα Κωνσταντάκη
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr