Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Συγκέντρωνα υλικό για μια υπόθεση διπλής δολοφονίας σε έναν οίκο ανοχής, όταν τον συνάντησα. Ηταν ο συνήγορος του φερόμενου ως δράστη και ήθελα στοιχεία από πρώτο χέρι.
Μερικά λόγια για την υπόθεση:
Αργά το βράδυ της 3ης Ιουνίου του 1986, οι θαμώνες των καφενείων γύρω από την Ομόνοια ήταν καρφωμένοι στις τηλεοράσεις. Περίμεναν την έναρξη του ποδοσφαιρικού αγώνα Πορτογαλία-Αγγλία για το Μουντιάλ, που είχε αρχίσει λίγες μέρες πριν στο Μεξικό. Ηταν το Μουντιάλ του Μαραντόνα, του «χεριού του Θεού» και του «γκολ του αιώνα».
Στην οδό Βούλγαρη, τέσσερα στενά από την πλατεία, ένα νεοκλασικό κτίριο, που ίσα στεκόταν όρθιο, στέγαζε στον όροφο έναν οίκο ανοχής. Γύρω στα μεσάνυχτα εκεί βρίσκονταν τρεις άνθρωποι. Η τραβεστί Αθανασία, ο τελευταίος πελάτης της ημέρας, ένας 19χρονος στρατιώτης, και ο Νώντας. Ο Νώντας ήταν ο υπηρέτης του σπιτιού: καθάριζε τα δωμάτια, έστρωνε τα κρεβάτια, έδινε ρέστα στους πελάτες, μάζευε τις χρησιμοποιημένες καπότες.
Ο Νώντας κατέβηκε στο ισόγειο για να ανοίξει την πόρτα στον πελάτη. Επεσε πάνω σε πυκνές φλόγες. Κάποιος είχε ρίξει βενζίνη στα ξύλινα σκαλιά και είχε βάλει φωτιά. Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Βγήκε στον εξώστη και πήδηξε στο κενό. Τραυματισμένος μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό». Οι καπνοί και οι φλόγες έφτασαν γρήγορα στον όροφο. Η Αθανασία ήταν έντρομη. Φώναξε τον Νώντα για βοήθεια. Δεν πήρε απάντηση και προσπάθησε να κατέβει προς την έξοδο του σπιτιού. Τα ρούχα της άρπαξαν φωτιά. Σαν καιγόμενη βάτος, οπισθοχώρησε προς τις σκάλες της ταράτσας. Στη διαδρομή κατέρρευσε και απανθρακώθηκε. Ο στρατιώτης, πνιγμένος από το μονοξείδιο του άνθρακα, έψαξε απεγνωσμένα ένα παράθυρο. Ηθελε να εισπνεύσει έστω και μία τζούρα καθαρού αέρα. Δεν πρόλαβε. Πέθανε από ασφυξία.
Οι νεκροί:
Η Αθανασία είχε γεννηθεί στα Τρίκαλα. Βαφτίστηκε Θανάσης και ήταν αγόρι. Είχε δύο αδέλφια. Στα δεκατρία του κατέβηκε στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκε με κάποιους φίλους του σε ένα μικρό διαμέρισμα στην πλατεία Βάθης. Εκδιδόταν σαν ομοφυλόφιλος. Τον φώναζαν Θάλεια. Στα δεκαεφτά έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Λίγους μήνες προτού δολοφονηθεί μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στα Πατήσια. Κανείς στην πολυκατοικία δεν ήξερε τι δουλειά έκανε. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Περιστερίου. Στο νεκρώσιμο αγγελτήριο γράφτηκε το ανδρικό του όνομα. Οι συγγενείς του είπαν στους δημοσιογράφους: «Εμείς έχουμε γιο, όχι κόρη».
Ο στρατιώτης υπηρετούσε στο Ρέθυμνο. Μετατέθηκε στην Πάτρα. Θα παρουσιαζόταν τρεις μέρες μετά. Πήρε άδεια και επισκέφθηκε τους γονείς του στη Ριζούπολη. Εκείνο το βράδυ έφαγε μαζί τους και μετά βγήκε μια βόλτα «για να διασκεδάσει». Κάποιοι είπαν ότι στη Βούλγαρη δεν πήγε σαν πελάτης, αλλά για να δει την Αθανασία. Ηταν φίλοι από την εποχή που αυτή ήταν άνδρας.
Αιωνία τους η μνήμη!
Δύο μέρες μετά, η Αστυνομία συνέλαβε ως βασικό ύποπτο τον 42χρονο Γιώργο. Ο Γιώργος είχε το κατάλληλο προφίλ του βασικού υπόπτου: επαρχιώτης, μόνος του στην Αθήνα, ομοφυλόφιλος, εθισμένος στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, χωρίς ερείσματα. Ηταν μικρόσωμος και άσχημος – τον φώναζαν Γιδού. Δεν εκδιδόταν, κανείς δεν ήθελε να πηδηχτεί μαζί του. Εβγαζε μεροκάματο δουλεύοντας περιστασιακά ως υπηρέτης σε διάφορα μπουρδέλα από την Ομόνοια έως το Μεταξουργείο. Παλιότερα είχε εγκλειστεί σε ψυχιατρείο και είχε καταδικαστεί για κλοπές, για αντίσταση κατά της αρχής και για επικίνδυνες σωματικές βλάβες (κάποιοι κατέθεσαν πως συχνά έκανε επεισόδια με «κοκότες» και ότι απείλησε να χαρακώσει μία από αυτές με σπασμένο μπουκάλι).
Ηταν ένα ρεμάλι.
Τελευταία δούλευε σε ένα μπουρδέλο της Αχιλλέως. Επινε και δημιουργούσε επεισόδια – η εργοδότριά του τον απέλυσε. Αργότερα δήλωσε ότι τον φοβόταν. Είπε: «Οταν ήταν μεθυσμένος και με χάπια ήταν ικανός για όλα, μπορούσε να σκοτώσει οποιονδήποτε». Για να τον αποφύγει, έκλεισε για λίγο τον οίκο ανοχής και δούλευε περιστασιακά στη Βούλγαρη. Ο Γιώργος το έμαθε. Πέρασε από εκεί και της ζήτησε δανεικά – τριακόσιες δραχμές. Αυτή του τα έδωσε, αλλά ο Γιώργος την απείλησε: «Θα πάθεις πολλά από μένα».
Μετά την απόλυσή του, ο Γιώργος δεν είχε να φάει. Για να κερδίζει μερικά χρήματα, έβρισκε από τα λαθραία φτηνές κολόνιες ή κάποιο άλλο μικροαντικείμενο και τα έδινε με λοταρία στους θαμώνες των μαγαζιών και τις πουτάνες της Ομόνοιας.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Γιώργος έβαλε τη φωτιά για να εκδικηθεί την παλιά του εργοδότρια, που πίστευε ότι εκείνο το βράδυ θα δούλευε στην οδό Βούλγαρη. Δεν ήξερε ότι την είχε αντικαταστήσει η Αθανασία. Τη θέση του επιβάρυνε η κατάθεση ενός ιδιοκτήτη γειτονικού ψιλικατζίδικου: «Το βράδυ που έγινε η φωτιά, γύρω στις δέκα, ο κατηγορούμενος ήρθε στο μαγαζί μου και αγόρασε μια φιάλη καθαρή βενζίνη».
Στην Αστυνομία ο Γιώργος ομολόγησε την ενοχή του. Αλλά μερικούς μήνες μετά, στη διάρκεια της δίκης, ανακάλεσε. Είπε: «Είμαι αθώος. Η υπόθεση αυτή είναι πλεκτάνη της Αστυνομίας σε βάρος μου επειδή δεν έγινα καταδότης της και επειδή γνωρίζω πολλά. Το αστυνομικό τμήμα της περιοχής έπαιρνε χρήματα από τους οίκους ανοχής που λειτουργούσαν χωρίς άδεια και έκανε τα στραβά μάτια. Με κοπανούσαν μέχρι που τους είπα ότι εγώ είμαι ο εμπρηστής».
Ο Δεπάστας επιχείρησε να εμφανίσει τον Γιώργο ως διαταραγμένο. Ζήτησε τη διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτησή του. Ο Δεπάστας δεν επέμεινε ιδιαίτερα. Ηταν διορισμένος συνήγορος – ο Γιώργος δεν είχε χρήματα για κανονική υπεράσπιση και κανείς δεν εμφανίστηκε να τον βοηθήσει.
Ολοι τον είχαν ξεγράψει.
Το δικαστήριο τον καταδίκασε δύο φορές σε ισόβια. Τα τρία μέλη του δικαστηρίου που μειοψήφησαν υποστήριξαν πως έπρεπε να του επιβληθεί η θανατική ποινή.
Στη συνάντησή μας ρώτησα τον Δεπάστα αν είχε νέα από τη Γιδού. Κούνησε το κεφάλι αδιάφορα. Δεν είχε ιδέα τι είχε απογίνει. Είπε μόνο: «Μάλλον έχει πεθάνει».
Αιωνία του η μνήμη!
*Απόσπασμα από το ανέκδοτο νέο μυθιστόρημα του συγγραφέα.
Who is Who Γιάννης Ράγκος: Ο Γιάννης Ράγκος (1966) είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Εχει γράψει βιβλία δημοσιογραφικής έρευνας (non fiction), αστυνομικά μυθιστορήματα, μελέτες για την αστυνομική λογοτεχνία και σενάρια για ταινίες, σειρές, θεατρικές παραστάσεις και κόμικς. Τελευταίο του βιβλίο: «Μυρίζει αίμα» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019), αστυνομικό μυθιστόρημα που βασίζεται στην αληθινή ιστορία των Γερμανών Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ, των πρώτων κατά συρροή δολοφόνων στην Ελλάδα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr