Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Eτσι κι αλλιώς ζούσε μόνος, με δική του επιλογή, συνήθιζε να λέει. Ορφανός, εγκαταλελειμμένος από ορφανή μάνα που δεν γνώρισε ποτέ. Χωρίς φίλους και δίχως αγαπημένη.
………..
Αν η ελευθερία της βούλησης κι εν γένει η ελευθερία του ανθρώπου έχει κάποιο νόημα, αν επιτρέπεται να επιλέξω και το Κακό -κι όχι μόνον αποκλειστικά και μονοδρομικά το Καλό- τότε μόνο θα μπορέσω να μάθω ποιος πραγματικά είμαι, σκέφτηκε. Αυτό το καλοκαίρι θα βγω από τα όρια.
- Θα σκοτώσω, θα βιάσω, θα ληστέψω, χωρίς να νιώθω λύπηση για τα θύματα, όπως κι αυτοί δεν με συμπόνεσαν ποτέ.
– Θα σκοτώσω τη γειτόνισσα που δεν μου λέει ποτέ καλημέρα.
– Θα βιάσω την παλιά μου συμμαθήτρια που δεν ανταποκρίθηκε στον εφηβικό μου έρωτα.
– Θα ληστέψω την καθηγήτρια των αγγλικών που περιγελούσε την προφορά μου.
……..
Δεν χρειάστηκε να χτυπήσει το κουδούνι της γειτόνισσας. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη για να κάνει ρεύμα λόγω της αφόρητης ζέστης. Κρατούσε ένα μικρό περίστροφο.
Προχώρησε προς το δωμάτιο, όπου συνήθως τέτοια ώρα κοιμάται η γειτόνισσα, αλλά καθώς διέσχιζε το σαλόνι το βλέμμα του έπεσε σ’ ένα μικρό σεντούκι, στο οποίο κάτι γυάλιζε. Πλησίασε και είδε πολλές χρυσές λίρες να έχουν ριχτεί βιαστικά μέσα στο σεντούκι. Πήρε μία στο χέρι του αφήνοντας το περίστροφο πάνω στο τραπέζι. Απρόσεκτος από την κάψα του θησαυρού, έσπρωξε ένα τασάκι που έπεσε στο πάτωμα και θρυμματίστηκε με θόρυβο, η γειτόνισσα ξύπνησε: «Είναι κανείς εδώ;’», φώναξε δυνατά, αυτός σαν υπνοβάτης άρπαξε το σεντούκι με τις λίρες κι έτρεξε να βγει από το σπίτι ξεχνώντας το περίστροφο στο τραπέζι.
…..
Καθισμένος στην πολυθρόνα της βεράντας
– «Πήγα για φόνο κι επέστρεψα κλέφτης», μονολογούσε.
– «Τι στο διάβολο άλλαξε την απόφασή μου εκείνη την ώρα;».
– «Κι όχι μόνον αυτό, άφησα και το περίστροφο πάνω στο τραπέζι. Μπορεί να μη βρουν αποτυπώματα γιατί φορούσα γάντια αλλά δεν συγχωρείται τέτοια επιπολαιότητα».
Αδειάζοντας το σεντούκι για να μετρήσει τις λίρες είδε ότι στο βάθος του υπήρχε ένα γράμμα. Δεν είχε όμως τώρα καιρό να το διαβάσει. Επρεπε να ετοιμάσει καλύτερα το δεύτερο χτύπημα.
…….
Το σχέδιο ήταν απλό. Θα της στήσει καρτέρι μέσα στους θάμνους του άλσους. Καθώς θα περνούσε το βράδυ από εκεί, θα πεταγόταν, θα την αιφνιδίαζε, θα τη φίμωνε, θα την έσερνε σ’ ένα μισοσκότεινο μέρος που είχε εντοπίσει και θα τη βίαζε.
Είχε μαζί του κι ένα μαχαίρι, για να την απειλήσει αν αντιστεκόταν.
Την είδε να ’ρχεται από μακριά, μόλις έφτασε κοντά, της όρμησε, άρπαξε την τσάντα της και της έσφιξε με τα λουριά το λαιμό της, εκείνη όμως πρόλαβε και τον χτύπησε στο πρόσωπο με κάτι βαρύ, έκανε ένα βήμα πίσω από τον πόνο και χωρίς να το καταλάβει έπεσε με δύναμη πάνω της και το μαχαίρι καρφώθηκε στην καρδιά της. Μόλις συνειδητοποίησε τι συνέβη, έτρεξε να φύγει σαν τρελός αφήνοντας να πέσει κάτω το μαχαίρι και κρατώντας ακόμα την τσάντα της στα χέρια του.
….
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, τον βασάνιζε το νέο του λάθος. Αντί να βιάσει, είχε σκοτώσει. Κοίταζε με βλέμμα απλανές την τσάντα που είχε κατά λάθος αρπάξει, δεν είχε όμως αυτή την ώρα τη διάθεση να ψάξει τι είχε μέσα.
- «Το επόμενο χτύπημα πρέπει να πετύχει», είπε στον εαυτό του.
……
Ηξερε ότι είχε πολλά κοσμήματα αφύλαχτα σ’ ένα συρτάρι του δωματίου της. Ζούσε μόνη σ’ ένα ισόγειο. Θα έμπαινε από την πάντοτε ανοιχτή λόγω θέρους μπαλκονόπορτα, εκείνη θα έλειπε, θα άνοιγε το συρτάρι, θα ’παιρνε τα κοσμήματα κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Πήρε μαζί του κι ένα μαντίλι για ν’ ανοίξει αθόρυβα το συρτάρι αν ήταν κλειδωμένο.
Μπήκε μέσα, προχώρησε στο υπνοδωμάτιο, αλλά καθώς πήγαινε στην μπιζουτιέρα την είδε στο κρεββάτι να κοιμάται φορώντας ένα αποκαλυπτικό νυχτικό, προφανώς λόγω ζέστης. Μισόγυμνο κορμί, στάση προκλητική.
Σάλεψε ο νους του, ξέχασε τα κοσμήματα και μ’ ένα σάλτο ανέβηκε στο κρεβάτι, τη φίμωσε με το μαντίλι του, την ακινητοποίησε, της έσκισε τα εσώρουχα και τη βίασε με απρόσμενη ηδονή.
Μόλις ολοκλήρωσε, την άφησε φιμωμένη με το μαντίλι του κι έφυγε τρέχοντας μη παίρνοντας τίποτα από τα κοσμήματα αλλά μόνο μια αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό της, έτσι για να την έχει φετίχ.
…..
Καταϊδρωμένος κι έκπληκτος με τις ίδιες του τις αντιδράσεις, προσπάθησε να κάνει απολογισμό της μέρας.
Είχε σχεδιάσει:
– να σκοτώσει τη γειτόνισσα
– να βιάσει τη συμμαθήτρια
– να ληστέψει την καθηγήτρια.
Και αντ’ αυτών:
– είχε ληστέψει τη γειτόνισσα
– είχε σκοτώσει τη συμμαθήτρια
– είχε βιάσει την καθηγήτρια.
Κι όχι μόνον αυτά.
Είχε αφήσει στον τόπο του εγκλήματος:
– ένα περίστροφο
– ένα μαχαίρι
– ένα μαντίλι.
Και είχε μπροστά του ανέγγιχτα:
– ένα γράμμα
– μία τσάντα και
– μία αλυσίδα.
…….
Τι ακριβώς συνέβη και τα πράγματα, δηλαδή τα εγκλήματα, πήραν ανάποδη, ή έστω απρόσμενη τροπή; Φταίει ο κακός σχεδιασμός, η κακιά στιγμή, η κακή συνείδηση; Ποια είναι η κακή συνείδηση ενός ανώνυμου, απαθούς, αντιήρωα της σύγχρονης μοναχικότητας των μεγαλουπόλεων;
Οσο ζούσε δεν τον πρόσεχε κανείς ενώ τώρα ακούγεται η σειρήνα του περιπολικού, χτυπάνε οι αστυνομικοί την πόρτα, οι γείτονες βγαίνουν στα μπαλκόνια, όλοι φωνάζουν το όνομά του.
- «Δεν σας ανήκω», πρόλαβε να πει καθώς του περνάγανε τις χειροπέδες.
- «Δεν ανήκω ούτε καν στη μοίρα μου».
- «Κι αυτή παιχνίδια μου έκανε για να μου δείξει πως δεν μου άξιζε ούτε καν ένα σωστό έγκλημα να διαπράξω».
….
Αν είχε προλάβει να εξετάσει γράμμα, τσάντα και αλυσίδα θα διαπίστωνε ότι η μοίρα παίζει πιο περίπλοκα παιχνίδια απ’ όσα αυτός νόμιζε.
– Το γράμμα της γειτόνισσας απευθυνόταν σ’ έναν συμβολαιογράφο κι έλεγε πως δώριζε όλη της την περιουσία στο ορφανοτροφείο γιατί ήταν και η ίδια ορφανή.
– Η τσάντα της συμμαθήτριάς του είχε τη φωτογραφία του από την εποχή του σχολείου.
– Η αλυσίδα της καθηγήτριας είχε χαραγμένα τα αρχικά Α.Κ., που ήσαν ακριβώς τα ίδια με τα δικά του.
……
Ο εγκληματολόγος Φάνης Κρέμος μιλούσε σε πολυπληθές ακροατήριο για τον «θερμικό νόμο», με βάση τον οποίο στα θερμά κλίματα και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες διαπράττονται κυρίως εγκλήματα αίματος -ερωτικά, πάθους, εκδίκησης-, όταν ένας σαραντάρης που παρακολουθούσε τη διάλεξη -προφανώς όχι φοιτητής- σήκωσε το χέρι και ρώτησε:
- «Πότε και γιατί τελούνται εγκλήματα χωρίς αιτία, χωρίς λόγο, χωρίς κίνητρο, χωρίς όφελος;».
- «Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν ραδιουργίες της μοίρας και δεν συνιστούν μέρος της επιστήμης», απάντησε ο εγκληματολόγος, κοιτώντας έξω από το ανοικτό παράθυρο τον καυτό ήλιο να δύει.
Who is Who-Γιάννης Πανούσης: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής (1972) και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1975). Μεταπτυχιακό δίπλωμα και διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο Poitiers της Γαλλίας (1978).
Δίδαξε επί 19 χρόνια στη Νομική Σχολή Δ.Π. Θράκης (1978-1997) Εγκληματολογικές και Ποινικές Επιστήμες και διδάσκει από το 1997 έως το 2012 στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών ανάλογα μαθήματα.
Εξελέγη κοσμήτορας της Νομικής ΔΠΘ, πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ, αντιπρύτανης και πρύτανης του ΔΠΘ (1994-1997).
Διετέλεσε: Πρόεδρος ή μέλος δεκάδων ελληνικών και ξένων επιστημονικών και κοινωνικών φορέων (π.χ. πρόεδρος κεντρικού επιστημονικού συμβουλίου φυλακών, μέλος νομοπαρασκευαστικών επιτροπών για ναρκωτικά, χουλιγκανισμό κ.λπ., μέλος επιτροπής εκπαίδευσης ΟΟΣΑ, μέλος εθνικής επιτροπής UNESCO, μέλος Δ.Σ. του ΕΚΚΕ κ.α.).
Επίτιμος δημότης Δήμου Κομοτηναίων (8/5/2003) και Δήμου Ορεστιάδας (12/3/1997).
Αριστείο Ι. Καποδίστριας (επιστημών, γραμμάτων και τεχνών), Δήμος Ναυπλιέων 5/10/19.
Συγγραφέας 20 βιβλίων και 200 άρθρων (για τις Εγκληματολογικές Επιστήμες).
Το 2012 εξελέγη βουλευτής στην Α’ Περιφέρεια Αθηνών με τη Δημοκρατική Αριστερά.
Το 2015 ορκίστηκε στη θέση του αναπληρωτή υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη.
Ιστοχώρος: www.giannispanousis.gr
E-mail: [email protected]
Το Σάββατο: Μανώλης Πιμπλής, Ατμόσφαιρα κρύσταλλο
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr