Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Ισως φταίει που δεν το έκανα έγκαιρα από μόνος μου, ίσως πάλι γιατί με έχει καταστρέψει ο ανταγωνισμός στη δουλειά και ο φόβος της απόλυσης. Είτε πάλι φταίει η ανεξέλεγκτη περιέργειά μου που με οδήγησε στην τραγική κατάσταση που βρίσκομαι τώρα και το μόνο που μου απέμεινε είναι να γράψω αυτό το post όσο πιο γρήγορα μπορώ, ώστε να μαθευτεί η αλήθεια, προτού μου αρπάξουν το κινητό.
Οχι, δεν μπορώ να τηλεφωνήσω, θα ακουστώ. Βρίσκομαι κρυμμένος στα σκοτάδια μιας εγκαταλελειμμένης βιομηχανίας, με ψάχνουν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ακούω τα βήματά τους και βλέπω τις πελώριες σκιές τους στο ξεφτισμένο τσιμέντο του τοίχου.
Θα μπορούσα να γράψω απλώς «Είμαι εδώ – κινδυνεύω – βοήθεια – τρέξτε», αλλά φταίει ο οίστρος του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όχι, φταίει ο καταραμένος ανταγωνισμός, να αποδείξω ότι γράφω την αλήθεια. Κι εξάλλου αν είναι να μου συμβεί το κακό, ας είναι αυτό το κύκνειο άσμα μου.
Ολα ξεκίνησαν πριν από μία ώρα, Σάββατο βράδυ, ρεπό απ’ τη δουλειά. Η κυρία έλειπε πάλι κι εγώ αραχτός μπροστά στην τηλεόραση. Τότε χτύπησε το σταθερό. Επρεπε να το είχα καταλάβει. Ποιος τηλεφωνεί πλέον σε σταθερό;
«Παρακαλώ…».
«Θες να μάθεις με ποιον είναι η γυναίκα σου τώρα;».
Η φωνή παραμορφωμένη από μηχάνημα.
«Ποιος είναι στο τηλέφωνο;».
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
«Για σένα είμαι ο Παύλος Οστέρης και σου έχω δουλίτσα».
«Εχω δουλειά, κύριε».
«Είσαι στην μπλακ λιστ να σε σουτάρουν και το ξέρεις. Μ’ ακούς;».
«Ακούω, κύριε Οστέρη, αλλά δεν καταλαβαίνω πού το πάτε».
«Σου δίνω την ευκαιρία να μάθεις ποιος είναι ο εραστής της γυναίκας σου…».
Κάποιος σκάλιζε χαιρέκακα τις πληγές μου, θυμός με κατέκλυσε. Εβλεπα μπροστά μου τα μακριά της πόδια στο κρεβάτι ορθάνοιχτα, τα ξανθά μαλλιά της κολλημένα απ’ τον ιδρώτα στα σεντόνια κι ο εραστής της… Αυτόν δεν ήθελα να τον σκέφτομαι. Εγώ, ο φόβος και τρόμος της ερευνητικής δημοσιογραφίας, που είχα αποκαλύψει εκατοντάδες παράνομα ζευγάρια και όλα τα κομμωτήρια του κέντρου ζητωκραύγαζαν διαβάζοντας φωναχτά τα ρεπορτάζ μου, θα κατάφερνα επιτέλους εκείνο που προσπαθούσα εδώ και μια πενταετία ανεπιτυχώς.
«Και η δουλειά που λέγατε;», τόλμησα να πω.
«Αν τους βγάλεις απ’ τη μέση θα έχεις 20 χιλιάρικα στο χέρι», συνέχισε η φωνή. «Δώρο για την κηδεία της».
«Δεν θέλω να τους σκοτώσω», προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, «μου αρκεί να την πιάσω επ’ αυτοφώρω».
«Ναι, αλλά αυτή τη στιγμή που μιλάμε η γυναίκα σου με τον εραστή της κανονίζουν να σε ξεκάνουν, κι αν μείνεις με σταυρωμένα χέρια θα χάσεις τη ζωή σου και είκοσι χιλιάρικα».
«Και εσείς…», ψέλλισα, «τι κερδίζετε;».
«Ας πούμε ότι με συμφέρει να φύγει ο τύπος από τη μέση. Κάτω από την μπροστινή ρόδα του αμαξιού σου θα βρεις ένα σαρανταπεντάρι. Βιάσου! Είναι αραγμένοι στην αλάνα έξω από τον δυτικό λιμενοβραχίονα του Πειραιά».
Επρεπε να είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Γιατί να μην είχαν πάει σε κάποιο από τα χιλιάδες ροζ ξενοδοχεία; Γιατί η γυναίκα μου με τις ψεύτικες βλεφαρίδες και τις χρυσαφί γόβες προτίμησε τη «ρομαντζάδα»;
Ομως ο θυμός του κερατωμένου, σε συνδυασμό με την περιέργειά του ρεπόρτερ με τύφλωσαν. Ετρεξα στο αυτοκίνητο, υπήρχε πράγματι πιστόλι κάτω από τη ρόδα. Το πήρα και το ακούμπησα στη θέση του συνοδηγού. Οχι ότι σκόπευα να τους σκοτώσω, αλλά τι στο διάολο θα έκανες αν έβρισκες ένα πιστόλι στη ρόδα σου; Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μάθω την αλήθεια.
Πατάω γκάζι, η μηχανή του φορντ μουγκρίζει και οι δρόμοι της πόλης άδειοι, νύχτα, αργά. Ζέστη μεγάλη, τέλη Αυγούστου στην Αθήνα, φτάνω αμέσως στον Πειραιά. Βλέπω τα φωταγωγημένα καράβια και στρίβω μετά το λιμενοβραχίονα, μπαίνω στην αλάνα με σβηστά τα φώτα. Σκόνη, σκοτάδι, μυρωδιά θάλασσας και δίπλα στο κύμα το αραγμένο τζιπ της. Οι λάμπες του λιμανιού φωτίζουν τον άνδρα στη θέση του συνοδηγού και τη γυναίκα μου, που τον έχει καβαλήσει. Το αίμα μου παγώνει κι ας είναι ο αέρας καυτός. Το χέρι μου απλώνεται έτσι από μόνο του, πιάνει το περίστροφο, ανοίγω την πόρτα και βγαίνω. Πλησιάζω το τζιπ. Ο θυμός με είχε τυφλώσει.
Ομως τότε, με έναν μαγικό συγχρονισμό, οι πόρτες από το τζιπ ανοίγουν και βγαίνει η γυναίκα μου σαν ξανθιά οπτασία και μαζί ο Καραδήμας, ο συνάδελφος του αστυνομικού ρεπορτάζ. Αυτός; Αυτός που κάθε μέρα με έψηνε να τη χωρίσω. Αυτός που γέλαγε ασταμάτητα όταν μεθυσμένος στο μπαρ που συχνάζαμε του έλεγα ξανά και ξανά πως μια μέρα θα τη σκοτώσω.
Προβολείς πέφτουν επάνω μου, οι φάροι της Αστυνομίας ανάβουν και η φωνή της ντουντούκας με καλεί.
«Αστυνομία, πέτα το όπλο!».
Μου την είχαν στημένη. Με παγίδεψε αυτός που πίναμε μπίρες μετά τη δουλειά. Αυτός που του περιέγραφα ξανά και ξανά τη λαχτάρα μου να την εκδικηθώ γιατί με κερατώνει. Πώς να φανταζόμουν ότι τα έλεγα στον εραστή της;
«Αστυνομία, πέτα το όπλο!».
Αρχίζω να θολώνω. Δίνω μία και τρέχω, χάνομαι στα σκοτάδια, τρέχω και οι μπάτσοι με κυνηγούν, τρέχω, τρέχω σε ένα παλιό εργοστάσιο στην άκρη της αλάνας, στα ρουθούνια μου σκόνη, τρέχω προς τα κει να κρυφτώ, να χαθώ μες στη νύχτα, να προλάβω να σκεφτώ τι στο διάολο μου έχει συμβεί, τι στο καλό πρέπει να κάνω, και πίσω μου οι φωνές και τα ποδοβολητά με κυνηγούν. Προφταίνω, μπαίνω στο εργοστάσιο και κρύβομαι.
Και τώρα να’ μαι εδώ, κουλουριασμένος κάτω απ’ τον μουχλιασμένο πάγκο. Με το πιστόλι στο ένα χέρι, με το κινητό στο άλλο. Γράφω το κύκνειο άσμα μου. Γράφω για τη μέγαιρα και τον ξεπουλημένο συνάδελφο, γράφω για να μάθετε όλοι την αλήθεια, πως μου την έστησε για να με στείλει φυλακή και να μου πάρει τη γυναίκα μου, τη δουλειά μου και τα πάντα, γράφω γιατί έτσι θα ξέρετε πως, αν ξεφύγω και η μοίρα τον πάρει με το πιστόλι που κρατώ, του άξιζε και με το παραπάνω.
who is who: Βαγγέλης Μπέκας: Ο Βαγγέλης Μπέκας είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Το νέο του μυθιστόρημα «Ο γιος μας» θα κυκλοφορήσει τέλη Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Την Πέμπτη: Λευτέρης Μπούρος, Μικέλε
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr