Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Ο άντρας είναι ηλικιωμένος, ξερακιανός, δείχνει γύρω στα 60, με τριμμένα ρούχα. Εχει επίσης μερικές ιδιομορφίες, όπως ένα ζευγάρι γυαλιά με τον αριστερό φακό τους μαυρισμένο και αδιαφανή, και το αριστερό μανίκι του πουκαμίσου του γυρισμένο και κουμπωμένο στο ύψος του αγκώνα – εκεί που τελειώνει το χέρι του. Το κοριτσάκι είναι 8-9 ετών, λεπτό σαν κλαδάκι, μαυροτσούκαλο, με μεγάλα ελαφίσια μάτια και ανακατωμένα κατσαρά μαλλιά. Φοράει ένα μονοκόμματο, ριγέ φορεματάκι και λίγο παλιομοδίτικα, ξύλινα τσοκαράκια, που κροταλίζουν πάνω στο μωσαϊκό του μπαλκονιού καθώς κουνάει τα πόδια της, κλακατάκ-κλακατάκ.
Ο άντρας ονομάζεται Προμηθέας Ερμητικός, συνταξιούχος αστυνομικός και ιδιωτικός ντετέκτιβ. Είναι πιο κοντά στα 80, παρά στα 60, με μια εμφάνιση και ζωτικότητα που ο ίδιος ποτέ δεν μπόρεσε – ούτε νοιάστηκε – να εξηγήσει. Το κορίτσι είναι η Ανδριανή Χάννα – ή «Νινή», όπως τη φωνάζει καμιά φορά πειρακτικά. Είναι εγγονή του μακαρίτη φίλου του, Ζώη Χάννα, συγγραφέα, λαογράφου και συλλέκτη βιβλίων, που πριν από μια δεκαετία έφερε τον Προμηθέα στο νησί, βγάζοντάς τον από τον ζόφο της συνταξιοδότησης ως κυνηγό χειρογράφων και προφορικών ιστοριών.
Στο τραπεζάκι δίπλα στον Προμηθέα είναι ακουμπισμένα δυο βιβλία. Το ένα έχει τίτλο Ελρικ του Μελνιμπονέ, κι ανάμεσα στα φύλλα του εξέχουν δυο-τρεις φωτογραφίες. Το άλλο είναι ένα χοντρό, σκληρόδετο χειρόγραφο, με τίτλο Το Μπουγαδοκόφινο – τα άπλυτα και τα άνομα του νησιού. Ο Ζώης Χάννας τα συνέλλεγε δεκαετίες ολόκληρες, για προσωπική του ευχαρίστηση, απολαμβάνοντας να ξεδιπλώνει μονάχα στον Προμηθέα τον περίπλοκο ιστό της επαρχιώτικης ζωής. Οταν πέθανε ο Ζώης, ο Προμηθέας ανακάλυψε πως τον είχε ορίσει διαχειριστή των έργων και της βιβλιοθήκης του, με την προϋπόθεση να περάσουν έπειτα στην Ανδριανή. Ανάμεσα στον πλούτο της συλλογής του ήταν και το ρημάδι το Μπουγαδοκόφινο.
Καθώς η Ανδριανή στραγγίζει τις τελευταίες στάλες του χυμού της, οι ξερές μπουρμπουλήθρες βγάζουν τον Προμηθέα από τις σκέψεις του. Αναστενάζει.
«Τι ’ναι μωρέ θείο που ’χεις μουγκαθεί από την ώρα που γυρίσαμε; Καλά δεν τα πήγαμε;».
Ο Προμηθέας χαμογελάει και της ανακατεύει τρυφερά τα ήδη ανάστατα μαλλιά. «Ναι, Νινή μου, θαυμάσια τα πήγες. Είμαι περήφανος για σένα».
«Θείο…!».
«Καλά ντε».
«Μα τότε δεν το λύσαμε το μυστήριο;».
Ναι, πανάθεμα, λυμένο το ’χαν. Είχαν πάει στην Απλωταριά κι είχαν ξεθάψει από το ερειπωμένο πρακτορείο τύπου του Νικόλαου Χαβιάρα εκείνο το βιβλίο με τις φωτογραφίες μέσα – η Ανδριανή το ’χε ξεθάψει δηλαδή. Τώρα όμως ο Προμηθέας δεν ήξερε αν και τι είχε δικαίωμα να κάνει μ’ αυτή τη γνώση. Αναστέναξε πάλι, κι έβγαλε τις φωτογραφίες από το βιβλίο.
«Ελα ’δώ κορίτσι μου».
Η Ανδριανή πήγε και κάθισε καβαλητά στο πόδι του.
«Για κοίτα ’δώ και πες μου τι βλέπεις».
«Χα, τυπωμένες σέλφι».
Ο Προμηθέας ένιωσε και τα 80 του χρόνια. «Ναι, και;».
«Οκέι, δυο φανταράκια… Ιιου, σ’ αυτήν τόνε φιλάει στο μάγουλο!». Οταν έφτασε στην τρίτη, τα ήδη γουρλωτά ματάκια της κόντεψαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους. «Μωρέ θείο, τούτοι ’δώ φιλ-».
«Σσς…», είπε ο Προμηθέας και της έκλεισε μαλακά στο στόμα. «Ναι, φιλιούνται – κανονικά».
«Μα είν’ αγόρια!».
«Ναι, μερικές φορές συμβαίνει κι αυτό».
Και μερικές φορές…
* * *
Το πράγμα είχε ξεκινήσει πριν από δύο μέρες, ξημερώματα Δευτέρας, όταν η Βαναδιώταινα βρήκε τον άντρα της σφαγμένο, κι οι γειτόνοι τη βρήκαν να τσιρίζει βουτηγμένη στο αίμα του. Παρόλο που ειδοποιήθηκε η αστυνομία, κανείς δεν εμπιστευόταν πραγματικά την αστυνομία. Αποτελούσε λοιπόν διόλου ευκαταφρόνητη ειρωνεία ότι ήταν διατεθειμένοι να εμπιστευτούν έναν συνταξιούχο αστυνομικό, μόνο και μόνο επειδή τον θεωρούσαν χωριανό. Ετσι, πριν καλέσουν την αστυνομία, κάλεσαν τον Προμηθέα.
Η σύζυγος του θύματος, μια σαρανταπεντάρα, στιβαρή Χιώτισσα φρεγάτα, δεν είχε βοηθήσει καθόλου. Εκλαιγε αδιάκοπα, απαρηγόρητη, με τον τρόπο εκείνο που δεν κλαίει φονιάς ούτε μετανιωμένος. Ισα που μπόρεσε να του πει τι ώρα τον βρήκε.
Με μια ματιά στον χώρο και στο κορμί του θύματος, δύο πράγματα είχαν καταστεί σαφή: δεν είχε παραβιαστεί πόρτα ή παράθυρο, και ο φόνος είχε γίνει με κάτι που είχε στρογγυλή διατομή – κατσαβίδι ή μικρό σουβλί ίσως. Πολλαπλά χτυπήματα, μανιασμένα, άτσαλα. Επιθεωρώντας το σπίτι και προσέχοντας να μην αγγίξει τίποτα με γυμνό χέρι, βρήκε το φονικό όπλο σε μια τσάντα γεμάτη εργαλεία για τα σκίνα: ένα κεντητήρι, παρατημένο πάνω πάνω. Το αίμα του νεκρού στέγνωνε πάνω στην τεθλασμένη αιχμή. Η ξύλινη λαβή έδειχνε καθαρή από αποτυπώματα, στις αυλακιές της όμως πιθανότατα θα είχαν εγκλωβιστεί νιφάδες δέρματος του φονιά.
Ολα έδειχναν έγκλημα εν βρασμώ ψυχής, με όλα τα συνακόλουθα λάθη. Η παρουσία του όπλου, όμως, αφημένου σε προφανές μέρος, ίσως υποδείκνυε μια νότα εκδικητικότητας προς τη σύζυγο; Τη ρώτησε ποιος κεντούσε συνήθως τα σκίνα. Η ίδια.
Ο Προμηθέας είπε στους χωριανούς να καλέσουν την αστυνομία και υποσχέθηκε να το ψάξει. Αυτό και έκανε. Φυλλομετρώντας το Μπουγαδοκόφινο, σύντομα είχε βρει αυτό που γύρευε, κι εξίσου σύντομα είχε βρεθεί σε αδιέξοδο.
Βαναδιώτες: Εκεί όπου βρήκα σωτηρία από τα πανηγύρια, κάτω από τ’ αστέρια των Ροδοκανάκη.
Οι Ροδοκανάκη ήταν μια παλιά, γενοβέζικη οικογένεια της Χίου, που είχε δώσει το όνομά της σ’ έναν από τους δρόμους της Απλωταριάς. Το νήμα είχε σταματήσει εκεί, μέχρι που η Ανδριανή εμφανίστηκε ως θορυβώδης από μηχανής θεότητα. Υποχωρώντας στην πολεμική ιαχή: «Ελα, μωρέ θείο, δείξε μου τι φτιάνς!» ο Προμηθέας της έδειξε το βιβλίο.
«Α, καλέ εγώ ξέρω!».
Και ήξερε. Ο παππούς της τής είχε διηγηθεί πώς λυτρώθηκε ως παιδί από τα πανηγύρια που μισούσε, αγοράζοντας ντάνες βιβλία και κόμιξ από του Χαβιάρα και μένοντας σπίτι όσο οι φίλοι του λυσσάγανε στις πλατείες της Καλαμωτής και του Πυργιού.
* * *
Το πώς και το γιατί είχαν φτάσει στα χέρια του εκείνες οι φωτογραφίες, ή γιατί τις είχε κρύψει σ’ εκείνο το ερείπιο, μάλλον δεν θα το μάθαιναν ποτέ.
Το γεγονός ήταν ότι στις φωτογραφίες χαμογελούσε το ζεύγος Βαναδιώτη: ο δολοφονημένος σύζυγος και η θρηνούσα χήρα – πριν την αλλαγή φύλου.
Κίνητρο φόνου και συνάμα στοιχείο αθώωσης – η αλήθεια θα έλαμπε με όλη της την ασχήμια δίχως τη δική του ανάμιξη σε ξένους πόνους. Ξανάβαλε τις φωτογραφίες μες στο βιβλίο.
«Ανδριανή, κρατάς μυστικό;».
«Τάφος, θείο».
Who is who: Ανδρέας Μιχαηλίδης
Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης είναι μεταφραστής, συγγραφέας και αφηγητής. Μεταφράζει βιβλία λογοτεχνίας και εκλαϊκευμένης επιστήμης, ενώ συγγραφικά δραστηριοποιείται στον χώρο του φανταστικού, του μυστηρίου και του τρόμου.
Την Τρίτη: Μπενάκης Θεόδωρος, Διπλό έγκλημα
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr