Τα διηγήματα θα σας κρατήσουν συντροφιά τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.
Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
ΕΓΚΛΕΙΣΤΑ
Εκλεινα επτά ημέρες στο δωμάτιο 205 του «Μιραμάρε», στη Νέα Μάκρη. Οταν έπρεπε να είμαι πίσω στο Βουκουρέστι, πριν έξι ημέρες και απέμεναν άλλες επτά, κατά το πρωτόκολλο του εγκλεισμού, λόγω κορονοϊού.
Οι εντολές, σαφείς: «Από το “El. Venizelos” (στις Αφίξεις, ο οδηγός του ταξί κρατάει την πινακίδα, “M. Welter”) οδηγείσαι στο τριάστερο ξενοδοχείο “Dora”, στο Λαύριο, όπου εγκαθίστασαι στο δωμάτιο 109 (η κράτηση, για 24 ώρες, στο όνομα του βελγικού σου διαβατηρίου), το βράδυ κινείσαι με το ίδιο ταξί, εκτελείς την αποστολή στην Κηφισιά, οδηγείσαι πίσω στο “Dora” και την επομένη το πρωί (αναχώρηση στις 06:50’) το ίδιο δίδυμο οδηγού/ταξί σε μεταφέρει στο αεροδρόμιο. Χρησιμοποιείς το ολλανδικό σου διαβατήριο και το business class εισιτήριό σου, ως κύριος Vermeer, για την πτήση στο Αμστερνταμ. To ίδιο βράδυ, πετάς στο Βουκουρέστι, τουριστική θέση, με το ρουμανικό σου διαβατήριο, ως κύριος Georgiou».
Καμία ανάγκη οδηγίας ή υπόμνησης για το όπλο. Ενα Smith & Wesson M&P22 Compact (η αδιατάρακτη προτίμησή μου) για την παρθενική, όσο και τελευταία, χρήση του, ένας σιγαστήρας Gemtech GM-22 και ένας γεμιστήρας 10 βολίδων, με περίμεναν, ερμητικά τυλιγμένα, μέσα στο καζανάκι του μπάνιου, στο 109 της μοναδικής μου διανυκτέρευσης, στο «Dora». Ετσι, πάντα. Σε επτά χώρες, τρεις ηπείρους, 11 στα 11 σε έξι χρόνια, προηγούμενο ανεπίληπτο. Μετά την εκτέλεση της αποστολής και στην επιστροφή προς το Λαύριο, θα πέταγα σιγαστήρα και γεμιστήρα σε κάδους απορριμμάτων τουλάχιστον δέκα χιλιόμετρα από το σημείο της εκτέλεσης και το αποσυναρμολογημένο όπλο σε σκάρες υπονόμων. Κλασικά και επαναλαμβανόμενα, δεν αλλάζεις τη ρουτίνα που κερδίζει.
Ολα καλά, αν δεν υπήρχε το πρόβλημα με τις ξανθιές. Το οστεώδες του κορμί, ναρκισσιστικά ράθυμο μέσα σε ακριβά κουστούμια, δύο μάτια σε απόχρωση μετάλλου, που τα σαράντα και κάτι χρόνια του δεν κατάφερναν να γλυκάνουν, τις γήτευαν όπως τις μέλισσες, το μέλι. Για παράδειγμα, η περίπου συνομήλικη γυναίκα της πτήσης από το Βουκουρέστι, πριν μία εβδομάδα, που η μοίρα το έφερε να καθίσει πλάι στο παράθυρο -στο διάδρομο αυτός- και που ξεκίνησε την ιστορία της, με την απογείωση, παρά τη δική του -έως προσβλητικά έκδηλη- αδιαφορία, που τον ανέκρινε για το ποιος είναι, το πού πήγαινε, το αν τον περίμενε κάποιος (ή κάποια;), που του ανέπτυξε καταλεπτώς το πρόγραμμά της στην Αθήνα και που ανέβασε πυρετό αναίτια (αναίτια;) στη μέση της διαδρομής, για να κινητοποιηθούν οι αεροσυνοδοί (ο χαμός στην καμπίνα), με τον στιούαρτ σε κρίση υστερίας, να στοιβαχτούν όλοι μακριά της, και με τον πιλότο να προσπαθεί, σε ένα αγγλο-ρουμανο-ελληνικό ιδίωμα, να επιβάλει ηρεμία, μάχη χαμένη, όσο και άνιση.
Στο «El. Venizelos» τους περίμενε η μακεδονική φάλαγγα ή κάτι παραπλήσιο, αν εξαιρούσες το κατάλευκο των ολόσωμων στολών και την απουσία της σάρισας. Θερμομέτρηση, λήψη ρινικού επιχρίσματος για μοριακή ανάλυση, ομαδική μεταφορά στο «Μιραμάρε» της Νέας Μάκρης, για να ανακοινωθεί, 26 ώρες μετά, ότι 20 μέλη του πληρώματος και επιβάτες (περιλαμβανομένου του κυρίου Welter), από συνολικά 79, βρέθηκαν θετικοί στον ιό. Μονόδρομος το εμπάργκο των 14 ημερών.
Τώρα, στον δεύτερο όροφο του «Μιραμάρε» και στην έβδομη ημέρα εγκλεισμού. Μόνη ευκαιρία εξόδου από το δωμάτιο-κώδωνα η τραπεζαρία του ξενοδοχείου, για 30’, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, ανά δύο δεκάδες, σε μία αίθουσα που χωρούσε άνετα τους πενταπλάσιους, απαγόρευση χρήσης του ασανσέρ και προσωπικό με συμπεριφορά καθαρτηρίου χανσενικών.
Ευλογούσα τη στιγμή που αγόρασα τις τρεις κούτες τσιγάρα στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου. Είχα βγάλει μία πλαστική πολυθρόνα στο μπαλκόνι, να ατενίζω τη θάλασσα, έστω πίσω από μία εναλλασσόμενη κουρτίνα καπνού. Ενώ από τις τζαμαρίες της τραπεζαρίας μπορούσα να διακρίνω την κίνηση, πιο συγκεκριμένα ένα περιπολικό σε μόνιμη στάση, ακριβώς εμπρός στην είσοδο του ξενοδοχείου και το πλήρωμα των δύο αστυνομικών – υπερδραστήρια τσιγάρα και χρήση του κινητού. Θα ήταν ό,τι το ευκολότερο να το σκάσω τη νύχτα από την πλευρά της θάλασσας. Εύκολο, αν επιζητούσα να αναδείξω τον κύριο Welter ως τον νούμερο 1 καταζητούμενο στην επικράτεια.
Οχι, θα καθόμουν στ’ αβγά μου. Θα με καταλάβαιναν -λόγοι ανωτάτης βίας- και θα εκτιμούσαν την ψύχραιμη συμπεριφορά μου, κι έπειτα όλο και κάποια άλλη ευκαιρία θα βρισκόταν. Θα θυμόμουν για καιρό την τελευταία σκηνή, στο αεροδρόμιο, πριν μπούμε στα πούλμαν για το ξενοδοχείο. Ενας πενηντάρης με κοιλιά, ξυρισμένο κρανίο, να ακουμπάει στο γυάλινο χώρισμα, η πινακίδα «M. Welter» στραβά σφηνωμένη ανάμεσα σε κοιλιά και χώρισμα, να κοιτάζει, σαν χαμένος προς το γκρουπ των ταξιδιωτών, προσπαθώντας να εντοπίσει κάποιον Μ. Welter που δεν γνώριζε.
Αργά το βράδυ της έβδομης ημέρας εγκλεισμού, το σημαντικό. Ξαπλωμένος σαν σε χαύνωση -ποτέ δεν είχα μείνει στο κρεβάτι τόσες ώρες- και κοιτάζοντας μάλλον απλανώς τη μικρή τηλεόραση απέναντί μου, νόμισα πως είδα κάτι σαν διακοπή του προγράμματος. Και, αμέσως μετά, στην οθόνη το πρόσωπο που μου πήρε μέχρι ένα ολόκληρο λεπτό να συνδέσω με το στόχο μου. Διάολε! Που σημαίνει; Αντανακλαστικά, ανέβασα τον ήχο, λες και θα καταλάβαινα αυτά που άκουγα.
Περιπολικά, με τους γυροφάρους τους σε τρελό χορό, κίτρινες ταινίες και γκρο πλαν με κηλίδες αίματος στην άσφαλτο. Ο κάμεραμαν σήκωνε τη μηχανή του κατά διαστήματα. Αναγνώρισα την είσοδο της μονοκατοικίας που θυμόμουν στις φωτογραφίες, το γειτονικό πάρκο, την BMW, αν και τσακισμένη στον τοίχο της μάντρας, τζάμια σπασμένα στην πλευρά του οδηγού. Φανερό, κάποιος άλλος είχε αναλάβει! Κι εγώ, εγώ που ήξερα επίσης; «Αν το ξέρουν δύο, είναι πολλοί», δεν ήταν το χιλιοειπωμένο μότο του εντολέα μου; Κι εγώ; Ημουν, ξαφνικά, ο ένας παραπάνω; Αυτός που περίσσευε;
Γρήγορα, ίσως και βιαστικά, το αποφάσισα. Το πρωί θα είχα εξαφανιστεί. Θα έβρισκα τρόπο να εξαερωθώ, δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Το μόνο μου έγκλημα θα ήταν το σπάσιμο του εμπάργκο. Στο διάολο κι αυτό! Ψύχραιμα, τώρα. Βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω. Μου φάνηκε σαν να έχασα την πολυθρόνα, σκόνταψα επάνω της, όπως και το απόγευμα. Μια φευγαλέα σκέψη και θυμήθηκα πώς ήταν, όταν, παιδί, μ’ έψηνε ο πυρετός.
WHO IS WHO Αντώνης Γκόλτσος
Ο Αντώνης Γκόλτσος (Αθήνα-1945) είναι απόφοιτος της Νομικής Αθηνών/Μεταπτυχιακές σπουδές (Διοίκηση Επιχειρήσεων/Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου). Εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα (Ελλάδα/εξωτερικό). Συντονίζει τη Λέσχη Αστυνομικής Λογοτεχνίας του “Μεταίχμιο” (01/4/2007). Ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Kυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του, Η αφιέρωση-2016 και Οδηγός φόνων-2019 (“Μεταίχμιο”).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr