Του Δώρου Αντωνιάδη
Κάποια στιγμή όμως πεινάσαμε και σταματήσαμε για έναν μεζέ λίγο έξω απ’ τον Βόλο, στην Αγριά. Εκεί ο Νίκος θυμήθηκε μια ιστορία για ένα ταξίδι που είχαν κάνει με τη γυναίκα του στο εξωτερικό. Είχαν φτάσει, λέει, αργά το απόγευμα στο ξενοδοχείο κι όταν μετά από δύο μέρες ήταν να φύγουν, πήραν την ανάλυση του λογαριασμού και είδαν μια επιπλέον χρέωση για… late check-in! «Εδώ είν’ Ελλάδα ρε!», του είπα. «Σιγά μην τολμήσουν να το κάνουν αυτό! Θα τους τρώγαμε ζωντανούς!». Oλοι γέλασαν, εκτός απ’ τον Νίκο, ο οποίος ήπιε μια τελευταία γουλιά απ’ το τσίπουρό του και ζήτησε το λογαριασμό.
Τον ήξερα ελάχιστα. Hταν ο πατέρας μιας φίλης του γιου μου και μέχρι εκεί. Μια φορά σ’ ένα παιδικό πάρτι ίσως είχαμε ανταλλάξει δυο κουβέντες κι άλλη μια φορά περιμέναμε μαζί έξω απ’ το σχολείο τα παιδιά μας. Πιστεύω στην πρώτη εντύπωση. Πιστεύω όχι στον άλλον, αλλά σε μένα, ότι δηλαδή μπορώ να κρίνω από μια πρώτη επαφή αν ο άλλος μου κάνει, αν αξίζει τον κόπο να πούμε κάτι παραπάνω από μια ευγενική καλησπέρα όταν ξαναβρεθούμε.
Oσοι δεν πιστεύουν, είναι επειδή οι ίδιοι δεν είναι ικανοί να κρίνουν κι όχι επειδή οι άλλοι δεν τους δείχνουν εξαρχής όλα τα σημάδια. Ο Νίκος λοιπόν με είχε κερδίσει. Δε μιλούσε πολύ -όπως κι εγώ άλλωστε-, αλλά κάτι στο βλέμμα του μου έκανε αμέσως κλικ. Στο τραπέζι στην Αγριά, ανάμεσα στα εικοσπενταράκια, ήταν μόλις η τρίτη φορά που τον έβλεπα και το γεγονός ότι δε γέλασε με το χαζοαστείο μου με τσίγκλησε ακόμα παραπάνω. Μπήκαμε στ’ αυτοκίνητά μας και φύγαμε. Είχαμε περίπου άλλη μια ώρα δρόμο για το Hotel Maistra κι εκεί δε θα μου ξέφευγε.
Φτάσαμε στον προορισμό μας μετά από πενήντα πέντε λεπτά ανηφορικού φιδίσιου δρόμου. Η ώρα είχε πάει εφτάμιση, αλλά λόγω του ότι βρισκόμασταν και στη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, ακόμη είχε πάρα πολύ φως, τόσο ώστε να είναι ξεκάθαρο πως δεν υπήρχε πουθενά κανείς να μας περιμένει. Το πέτρινο ξενοδοχείο φαινόταν σε άριστη κατάσταση, πανέμορφο, με ανεμπόδιστη θέα στο Αιγαίο. Το γκαζόν ήταν φρεσκοκουρεμένο, οι γλάστρες ποτισμένες, τα μαξιλάρια στις καρέκλες αφράτα, τα τραπεζομάντιλα στρωμένα και τα ρεσό αναμμένα.
Λες και κάποιος μας έκανε πλάκα. Λες και μπαίναμε σε πάρτι-έκπληξη, όπου βλέπαμε τα πάντα στη θέση τους, αλλά ο κόσμος ήταν κρυμμένος, έτοιμος να πεταχτεί πάνω και να μας φωνάξει «Surprise!». Μόνο που δεν υπήρχε κανείς. Ούτε άλλοι ένοικοι ούτε κάποιος στην υποδοχή. Κανείς, εκτός από μια τρίχρωμη γάτα, η οποία μόλις μας είδε άρχισε να νιαουρίζει.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Πριν ακόμα σβήσουμε τις μηχανές των αυτοκινήτων, τα παιδιά είχαν κατέβει για παιχνίδι, ενώ οι πέντε μεγάλοι -εμείς, ένα άλλο ζευγάρι κι η γυναίκα του Νίκου δηλαδή- περπατήσαμε λίγο στο χώρο, ψάχνοντας για κάποιον υπεύθυνο. Oλοι, εκτός από τον Νίκο, ο οποίος μας είπε ότι θα κατέβαζε τα πράγματα από τα αυτοκίνητα και θα τα λέγαμε μετά. Κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα, μόνο που τότε ακόμη δεν το ήξερα αυτό.
Oπως τριγυρνούσαμε, παρατηρήσαμε ότι πάνω στις πόρτες των δωματίων υπήρχαν κλειδιά. Σαν να μας προκαλούσε κάποιος να μπούμε σε όποιο θέλουμε και να βολευτούμε. Στον κοινόχρηστο χώρο ανάμεσά τους υπήρχε ένα πολύ ωραίο υπαίθριο σκάκι πάνω σε κορμούς ξύλων και δίπλα μια αιώρα που βάζαμε στοίχημα ποιος θα τα καταφέρει ν’ ανέβει χωρίς να γκρεμοτσακιστεί. Στα δεξιά του κεντρικού κτιρίου υπήρχε ένα μονοπάτι που φαινόταν να πηγαίνει στο πίσω μέρος του οικοπέδου, οπότε πρότεινα να πάω από κει να ψάξω.
«Καλησπέρα», άκουσα ξαφνικά μια στεντόρεια φωνή από πίσω μου. Γύρισα κι είδα τον ξενοδόχο να απλώνει τον αγκώνα του, όπως άλλωστε καθόριζαν και τα τότε μέτρα προστασίας. «Αργήσατε λίγο», συνέχισε, «σας περίμενα νωρίτερα». Θυμήθηκα την κουβέντα που μας είπε ο Νίκος στην Αγριά και σκέφτηκα να σπάσω τον πάγο. «Δεν πιστεύω να μας χρεώσετε γι’ αυτό!» του είπα και χαμογέλασα, ακουμπώντας τον αγκώνα του με τον δικό μου. Ο ξενοδόχος -εν αντιθέσει με τον Νίκο- αμέσως γέλασε.
Κάναμε μαζί το γύρο του οικοπέδου και συναντήσαμε τους άλλους για να πάμε στα δωμάτια. Ανοίγοντας τις πόρτες τους, βρήκαμε μέσα τις βαλίτσες μας, αλλά ο Νίκος άφαντος. Κοίταξα τη γυναίκα του, η οποία δεν έδειχνε προβληματισμένη -τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή- κι έτσι σκέφτηκα να μην την αναστατώσω ρωτώντας την για τον άντρα της.
Iσως ο Νίκος θέλησε απλώς να απομονωθεί για λίγο. Iσως άλλωστε να ήταν κάτι που το έκανε συχνά. Δεν είχα ιδέα και δεν ήθελα να ρίξω λάδι στη φωτιά.
Μιας και ήταν ακόμα μέρα, συμφωνήσαμε να βάλουμε τα μαγιό μας και να πάμε θάλασσα, για μια γρήγορη βουτιά. Στο πάρκινγκ όμως που μαζευτήκαμε όλοι χωρίς τον Νίκο, δεν άντεξα και ρώτησα «Ο Νίκος πού είναι; Δε θα ’ρθει μαζί μας;» και η γυναίκα του μου απάντησε σιβυλλικά «Άσ’ τον Νίκο τώρα…».
Και κάπως έτσι πέρασαν οι μέρες στο Hotel Maistra. Ξυπνούσαμε, προγευματίζαμε, διαβάζαμε βιβλία, πηγαίναμε για μπάνιο, ξεκουραζόμασταν κι ο Νίκος πουθενά, αλλά παράλληλα κανείς δεν τον αναζητούσε, ούτε μιλούσε γι’ αυτόν. Σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να εξαφανιστεί κάποιος σ’ ένα ξενοδοχείο στην Τσαγκαράδα!
Μέχρι που έφτασε η ώρα να φύγουμε. Πήρα λοιπόν την πιστωτική μου και πήγα στην υποδοχή να βρω τον ξενοδόχο. Στη θέση του βρήκα τον Νίκο με την τρίχρωμη γάτα στα χέρια. «Να σου γνωρίσω την Μπέτι», μου είπε. «Πού χάθηκες;» τον ρώτησα. Ο Νίκος άφησε κάτω τη γάτα και μου έσπρωξε απαλά προς τα κάτω το χέρι που κρατούσα την πιστωτική. «Αφού τα είπαμε… Η φιλοξενία είναι φιλοξενία». Και κόντρα στις συστάσεις, τις υποδείξεις και τους κανόνες που όριζε η εποχή, τον αποχαιρέτησα με μια αγκαλιά.
Τσαγκαράδα, 22/06/2020
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr